Anonymous

ἱπποκόμος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_14)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἱπποκόμος''': ὁ, ([[κομέω]]) ὡς καὶ νῦν, [[ἱπποκόμος]], [[προσέτι]] [[θεράπων]], [[ἀκόλουθος]] τοῦ ἱππέως ἐν πολέμῳ, Λατ. equiso, Ἡρόδ. 3. 85, 88, Θουκ. 7. 75, 78, Ξεν., κτλ.
|lstext='''ἱπποκόμος''': ὁ, ([[κομέω]]) ὡς καὶ νῦν, [[ἱπποκόμος]], [[προσέτι]] [[θεράπων]], [[ἀκόλουθος]] τοῦ ἱππέως ἐν πολέμῳ, Λατ. equiso, Ἡρόδ. 3. 85, 88, Θουκ. 7. 75, 78, Ξεν., κτλ.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />sorte d’écuyer <i>ou</i> de serviteur qui accompagnait le cavalier en campagne.<br />'''Étymologie:''' [[ἵππος]], [[κομέω]].
}}
}}