Anonymous

κηκίω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_1)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κηκίω''': (κηκίς), [[ἐκρέω]], [[θάλασσα]]... κήκῐε πολλὴ ἂν [[στόμα]] τε ῥῖνάς τε, πολὺ θαλάσσιον [[ὕδωρ]] ἀνεφέρετο ἐκ τοῦ στομάχου [[αὐτοῦ]] καὶ ἐξέρρεεν ἐκ τοῦ στόματος [[αὐτοῦ]] καὶ τῶν ῥωθώνων, Ὀδ. Ε. 455 (πρβλ. [[ἀνακηκίω]])· ἐκ βυθοῦ κηκῖον [[αἷμα]] Σοφ. Φιλ. 784, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 542· ― [[μετὰ]] συστοίχ. αἰτ., [[ἀναπέμπω]], ἀϋτμὴν ὁ αὐτ. Δ. 929· [[οὕτως]] ἐν τῷ παθ., αἱμάδα κηκιομέναν ἑλκέων Σοφ. Φιλ. 696. ῐ Ἐπικ., ἀλλὰ ῑ Ἀττ., πρβλ. Σοφ. ἔνθ’ ἀνωτέρω.
|lstext='''κηκίω''': (κηκίς), [[ἐκρέω]], [[θάλασσα]]... κήκῐε πολλὴ ἂν [[στόμα]] τε ῥῖνάς τε, πολὺ θαλάσσιον [[ὕδωρ]] ἀνεφέρετο ἐκ τοῦ στομάχου [[αὐτοῦ]] καὶ ἐξέρρεεν ἐκ τοῦ στόματος [[αὐτοῦ]] καὶ τῶν ῥωθώνων, Ὀδ. Ε. 455 (πρβλ. [[ἀνακηκίω]])· ἐκ βυθοῦ κηκῖον [[αἷμα]] Σοφ. Φιλ. 784, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 542· ― [[μετὰ]] συστοίχ. αἰτ., [[ἀναπέμπω]], ἀϋτμὴν ὁ αὐτ. Δ. 929· [[οὕτως]] ἐν τῷ παθ., αἱμάδα κηκιομέναν ἑλκέων Σοφ. Φιλ. 696. ῐ Ἐπικ., ἀλλὰ ῑ Ἀττ., πρβλ. Σοφ. ἔνθ’ ἀνωτέρω.
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés. et impf.</i><br /><i>Pass. seul. part. prés.</i><br />ruisseler, couler le long (du corps);<br /><i><b>Moy.</b></i> κηκίομαι se répandre hors de, gén..<br />'''Étymologie:''' DELG étym. inconnue.
}}
}}