Anonymous

ἔσθησις: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_8)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἔσθησις''': -εως, ἡ, ([[ἐσθέω]]) ἐνδυμασία, [[ἔνδυμα]], πιθαν. γραφ. παρ’ Ἀριστ. ἐν Ρητ. 2. 8, 14, πρβλ. [[Πολυδ]]. Ι΄, 51· ἐν τῷ πληθ., Ἀθήν. 18Ε, Εὐαγγ. κ. Λουκ. Κδ΄, 4· δοτ. πληθ. ἐσθήσεσι Φίλων 2. 158.
|lstext='''ἔσθησις''': -εως, ἡ, ([[ἐσθέω]]) ἐνδυμασία, [[ἔνδυμα]], πιθαν. γραφ. παρ’ Ἀριστ. ἐν Ρητ. 2. 8, 14, πρβλ. [[Πολυδ]]. Ι΄, 51· ἐν τῷ πληθ., Ἀθήν. 18Ε, Εὐαγγ. κ. Λουκ. Κδ΄, 4· δοτ. πληθ. ἐσθήσεσι Φίλων 2. 158.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />action de se vêtir ; vêtement.<br />'''Étymologie:''' [[ἐσθέω]].
}}
}}