Anonymous

πάγουρος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_3)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πάγουρος''': [ᾰ], ὁ, [[εἶδος]] καρκίνου ἔχοντος σκληρὸν καὶ τραχὺ [[ὄστρακον]], Λατ. pagurus, κοινῶς «παγοῦρι», Ἀριστοφ. Ἱππ. 606, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 2, 3· ― ὁ Λυκόφρ. 419 καλεῖ τὸν γηραιὸν Φοίνικα διὰ τούτου τοῦ ὀνόματος.
|lstext='''πάγουρος''': [ᾰ], ὁ, [[εἶδος]] καρκίνου ἔχοντος σκληρὸν καὶ τραχὺ [[ὄστρακον]], Λατ. pagurus, κοινῶς «παγοῦρι», Ἀριστοφ. Ἱππ. 606, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 2, 3· ― ὁ Λυκόφρ. 419 καλεῖ τὸν γηραιὸν Φοίνικα διὰ τούτου τοῦ ὀνόματος.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />« à queue résistante », particul. :<br /><b>1</b> crabe, <i>poisson</i>;<br /><b>2</b> le phénix, <i>oiseau</i>.<br />'''Étymologie:''' [[πάγος]], [[οὐρά]].
}}
}}