3,277,286
edits
(6_3) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πάγουρος''': [ᾰ], ὁ, [[εἶδος]] καρκίνου ἔχοντος σκληρὸν καὶ τραχὺ [[ὄστρακον]], Λατ. pagurus, κοινῶς «παγοῦρι», Ἀριστοφ. Ἱππ. 606, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 2, 3· ― ὁ Λυκόφρ. 419 καλεῖ τὸν γηραιὸν Φοίνικα διὰ τούτου τοῦ ὀνόματος. | |lstext='''πάγουρος''': [ᾰ], ὁ, [[εἶδος]] καρκίνου ἔχοντος σκληρὸν καὶ τραχὺ [[ὄστρακον]], Λατ. pagurus, κοινῶς «παγοῦρι», Ἀριστοφ. Ἱππ. 606, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 2, 3· ― ὁ Λυκόφρ. 419 καλεῖ τὸν γηραιὸν Φοίνικα διὰ τούτου τοῦ ὀνόματος. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />« à queue résistante », particul. :<br /><b>1</b> crabe, <i>poisson</i>;<br /><b>2</b> le phénix, <i>oiseau</i>.<br />'''Étymologie:''' [[πάγος]], [[οὐρά]]. | |||
}} | }} |