Anonymous

ἐγκωμιαστικός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_10)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐγκωμιαστικός''': -ή, -όν, [[πανηγυρικός]], [[ἐπαινετικός]], Ἀριστ. Ρητ. π. Ἀλ. 4. 1, Πολύβ. 8. 13, 2.
|lstext='''ἐγκωμιαστικός''': -ή, -όν, [[πανηγυρικός]], [[ἐπαινετικός]], Ἀριστ. Ρητ. π. Ἀλ. 4. 1, Πολύβ. 8. 13, 2.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />laudatif, louangeur.<br />'''Étymologie:''' [[ἐγκωμιάζω]].
}}
}}