3,274,216
edits
(6_3) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀποκυέω''': [[φέρω]], [[τίκτω]], γεννῶ, μετ’ αἰτ., Ἀριστ. Ἀποσπ. 66, Διον. Ἁλ. 1. 70, Πλουτ. Σύλλ. 37· ἀπολ., Λουκ. Ἐνάλ. Διάλ. 10. 1: - μεταφ., ἡ [[ἁμαρτία]] ἀπ. θάνατον Ἐπιστ. Ἰακώβ. α΄, 15, πρβλ. Φίλωνα 1. 214: - Παθ., ἐπὶ τοῦ γεννωμένου βρέφους, Πλουτ. Λυκοῦργ. 3, Ἡρωδιαν. 1. 5. | |lstext='''ἀποκυέω''': [[φέρω]], [[τίκτω]], γεννῶ, μετ’ αἰτ., Ἀριστ. Ἀποσπ. 66, Διον. Ἁλ. 1. 70, Πλουτ. Σύλλ. 37· ἀπολ., Λουκ. Ἐνάλ. Διάλ. 10. 1: - μεταφ., ἡ [[ἁμαρτία]] ἀπ. θάνατον Ἐπιστ. Ἰακώβ. α΄, 15, πρβλ. Φίλωνα 1. 214: - Παθ., ἐπὶ τοῦ γεννωμένου βρέφους, Πλουτ. Λυκοῦργ. 3, Ἡρωδιαν. 1. 5. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />mettre au monde, enfanter.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[κυέω]]. | |||
}} | }} |