3,277,301
edits
(6_3) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''βάσᾰνος''': [βᾰ], ἡ, ἡ [[Λυδία]] [[λίθος]],ἡ πρὸς δοκιμὴν τοῦ χρυσίου, Λατ. la pis Lvdius, μέλαινα τὴν χροιάν, ἐφ' ἧς ὁ καθαρὸς χρυσὸς τριβεὶς ἀφίνει ἰδιαίτερον [[ἴχνος]] ,ἐς βάσανον δ' ἐλθὼν παρατρίβομαι [[ὥστε]] μολύβδῳ χρυσὸς Θέογν. 417· χρυσὸν τριβόμενον βασάνῳ [[αὐτόθι]] 450, πρβλ. 1005· παρατρίβεσθαι πρὸς τὰς β. Ἀριστ.π.Χρωμ.3.7. ΙΙ.ἡ [[χρῆσις]] τῆς λίθου ταύτης πρὸς δοκιμήν, χρυσὸς ἐν βασάνῳ πρέπει Πίνδ. II.10.105· [[καθόλου]], δοκιμὴ καὶ [[ἔρευνα]] ὁρίζουσα ἂν τὸ [[πρᾶγμα]] [[εἶναι]] γνήσιον , σωστὸν ἢ πραγματικόν, οὐκ ἔστι μείζων ;β. χρόνου Σιμων.101· ἐς πᾶσαν β. ἀπικνέεσθαι Ἡρόδ. 8.110· δοῦναί τι βασάνῳ Πίνδ. Ν.8.33· σοφὸς ὤφθη , βασάνῳ θ' ἁδύπολις Σοφ. Ο.Τ.510. πρβλ. 494· βάσανον λαμβάνειν [[περί]] τινος Πλάτ. Νόμ. 648Β· εἰς β. εἶ χερῶν , θὰ ἔλθῃς εἰς δοκιμὴν τῆς ἰσχύος σου .Σοφ. Ο.Κ. 835· [[πλοῦτος]] β. ἀνθρώπου τρόπων Ἀντιφ. ἐν Ἀδήλ. 60· [νόσου]ἔσχ' ἐπί σοὶ βάσανον , σὺ πρῶτος τὴν ἐδοκίμασας ,δηλ. σὺ πρῶτος τὴν εἶχες , Ἐπιγράμ. Ἑλλην. 722· πρβλ. [[ἔλεγχος]] ΙΙ. ΙΙΙ. [[ἐξέτασις]] διὰ βασάνου, [[ἀνάκρισις]] δι' ἐφαρμογῆς βασάνου , ἐν χρήσει πρὸς ἀπόσπασιν μαρτυρίας ἀπὸ τῶν δούλων, Ἀντιφῶν 112.24.,133.29,κτλ.. , ἴδε Ἀριστ. Ρητ. 1.15,26· εἰς βάσανον παραδιδόναι Ἰσαῖ. 70.34· ἐκ βασάνων εἰπεῖν [[αὐτόθι]] 8· κατὰ πληθ., [[ὁμολογία]] διὰ βασάνου, Δημ. 1254.9· -ἦτο ἀπηγορευμένον νὰ βασανίσῃ τις τὸν ἐλεύθερον ἐν Ἀθήναις,Ἀνδοκ. 6.44,Λυσ. 102.4.,132.16· ἴδε Λεξ. Ἀρχαιοτήτων ἐν λ. tormentum. 2) [[κόπος]] βασανιστικός, [[βάσανος]] τῆς νόσου ,κτλ.., Σέξτ. Ἐμπ. Μ.6.24, Εὐαγγ. κ. Ματθ. δ', 24. (Ἐν τῇ Σανσκρ. [[ὡσαύτως]] ἀπαντᾷ μεμονωμένος τις [[τύπος]] p âshânas (lapis),καὶ ἐν τῇ Ἑβραïκῇ, Bâshan=Βασαλτικὴ [[χώρα]]· ἀλλ' "η ἀρχὴ τῶν λέξεων τούτων [[εἶναι]] [[ἄγνωστος]]). | |lstext='''βάσᾰνος''': [βᾰ], ἡ, ἡ [[Λυδία]] [[λίθος]],ἡ πρὸς δοκιμὴν τοῦ χρυσίου, Λατ. la pis Lvdius, μέλαινα τὴν χροιάν, ἐφ' ἧς ὁ καθαρὸς χρυσὸς τριβεὶς ἀφίνει ἰδιαίτερον [[ἴχνος]] ,ἐς βάσανον δ' ἐλθὼν παρατρίβομαι [[ὥστε]] μολύβδῳ χρυσὸς Θέογν. 417· χρυσὸν τριβόμενον βασάνῳ [[αὐτόθι]] 450, πρβλ. 1005· παρατρίβεσθαι πρὸς τὰς β. Ἀριστ.π.Χρωμ.3.7. ΙΙ.ἡ [[χρῆσις]] τῆς λίθου ταύτης πρὸς δοκιμήν, χρυσὸς ἐν βασάνῳ πρέπει Πίνδ. II.10.105· [[καθόλου]], δοκιμὴ καὶ [[ἔρευνα]] ὁρίζουσα ἂν τὸ [[πρᾶγμα]] [[εἶναι]] γνήσιον , σωστὸν ἢ πραγματικόν, οὐκ ἔστι μείζων ;β. χρόνου Σιμων.101· ἐς πᾶσαν β. ἀπικνέεσθαι Ἡρόδ. 8.110· δοῦναί τι βασάνῳ Πίνδ. Ν.8.33· σοφὸς ὤφθη , βασάνῳ θ' ἁδύπολις Σοφ. Ο.Τ.510. πρβλ. 494· βάσανον λαμβάνειν [[περί]] τινος Πλάτ. Νόμ. 648Β· εἰς β. εἶ χερῶν , θὰ ἔλθῃς εἰς δοκιμὴν τῆς ἰσχύος σου .Σοφ. Ο.Κ. 835· [[πλοῦτος]] β. ἀνθρώπου τρόπων Ἀντιφ. ἐν Ἀδήλ. 60· [νόσου]ἔσχ' ἐπί σοὶ βάσανον , σὺ πρῶτος τὴν ἐδοκίμασας ,δηλ. σὺ πρῶτος τὴν εἶχες , Ἐπιγράμ. Ἑλλην. 722· πρβλ. [[ἔλεγχος]] ΙΙ. ΙΙΙ. [[ἐξέτασις]] διὰ βασάνου, [[ἀνάκρισις]] δι' ἐφαρμογῆς βασάνου , ἐν χρήσει πρὸς ἀπόσπασιν μαρτυρίας ἀπὸ τῶν δούλων, Ἀντιφῶν 112.24.,133.29,κτλ.. , ἴδε Ἀριστ. Ρητ. 1.15,26· εἰς βάσανον παραδιδόναι Ἰσαῖ. 70.34· ἐκ βασάνων εἰπεῖν [[αὐτόθι]] 8· κατὰ πληθ., [[ὁμολογία]] διὰ βασάνου, Δημ. 1254.9· -ἦτο ἀπηγορευμένον νὰ βασανίσῃ τις τὸν ἐλεύθερον ἐν Ἀθήναις,Ἀνδοκ. 6.44,Λυσ. 102.4.,132.16· ἴδε Λεξ. Ἀρχαιοτήτων ἐν λ. tormentum. 2) [[κόπος]] βασανιστικός, [[βάσανος]] τῆς νόσου ,κτλ.., Σέξτ. Ἐμπ. Μ.6.24, Εὐαγγ. κ. Ματθ. δ', 24. (Ἐν τῇ Σανσκρ. [[ὡσαύτως]] ἀπαντᾷ μεμονωμένος τις [[τύπος]] p âshânas (lapis),καὶ ἐν τῇ Ἑβραïκῇ, Bâshan=Βασαλτικὴ [[χώρα]]· ἀλλ' "η ἀρχὴ τῶν λέξεων τούτων [[εἶναι]] [[ἄγνωστος]]). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ἡ) :<br /><b>I.</b> pierre de touche;<br /><b>II.</b> <i>fig.</i> <b>1</b> moyen d’éprouver, épreuve;<br /><b>2</b> épreuve par la torture, mise à la question.<br />'''Étymologie:''' DELG mot <i>égyptien</i> bahan, désignant une espèce de schiste utilisé comme pierre de touche. | |||
}} | }} |