Anonymous

κεναγγής: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_7)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κεναγγής''': -ές, ([[κενός]], [[ἄγγος]]), ὁ κενῶν τὰ ἀγγεῖα σώματος, τὴν ἐν αὐτοῖς περιεχομένην τροφήν· [[ἐντεῦθεν]] ὁ παρασκευάζων λιμόν, [[ἄπλοια]] Αἰσχύλ. Ἀγ. 188.
|lstext='''κεναγγής''': -ές, ([[κενός]], [[ἄγγος]]), ὁ κενῶν τὰ ἀγγεῖα σώματος, τὴν ἐν αὐτοῖς περιεχομένην τροφήν· [[ἐντεῦθεν]] ὁ παρασκευάζων λιμόν, [[ἄπλοια]] Αἰσχύλ. Ἀγ. 188.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />qui vide les vases ; qui produit la famine.<br />'''Étymologie:''' [[κενός]], [[ἄγγος]].
}}
}}