Anonymous

προσβολή: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_9)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προσβολή''': ἡ, ([[προσβάλλω]]) [[ἐπιβολή]], [[ἐπίθεσις]], [[ἐπαφή]], [[οἷον]] τῆς Λυδίας λίθου (ἴδε [[βάσανος]]) Αἰσχύλ. Ἀγ. 391· ἡ τῆς σικύας πρ., τῆς «βεντούζας», Ἀριστ. Ρητ. 3. 2, 12· ἡ πρ. τῶν ὀμμάτων [[πρός]] τι (πρβλ. [[προσβάλλω]] Ι. 4) Πλάτ. Θεαίτ. 153Ε· πάντας μιᾷ πρ. προσβλέπειν, μὲ ἓν [[βλέμμα]], «μὲ μιὰ ’μματιά», Κλήμ. Ἀλ. 821· φίλιαι πρ. προσώπων, ἐπὶ φιλημάτων, Εὐρ. Ἱκέτ. 1138· καὶ ἀπολ, [[φίλημα]] ἢ ἐναγκαλισμός, ὁ αὐτ. ἐν Μηδ. 1074 ([[ἔνθα]] ἴδε Elmsl.)· τῆς γλώττης προσβολαί, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ συμβουλαὶ τῶν χειλῶν, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2, 16, 15· [[ἄνευ]] προσβολῆς (δηλ. τῆς γλώσσης), χωρὶς νὰ ἐγγίσῃ (ἡ [[γλῶσσα]]), ὁ αὐτ. ἐν Ποιητ. 20. 2· ἡ τοῦ στομάχου πρ., τὸ [[μέρος]] [[ἔνθα]] ὁ [[οἰσοφάγος]] ἑνοῦται [[μετὰ]] τοῦ στομάχου, ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 17, 9. ΙΙ. (ἐκ τῆς ἀμεταβ. σημασίας), [[ἐπίθεσις]], [[ἔφοδος]], (ἣν ὁ Ἡσύχ. ὁρίζει ὡς «τῶν ἀθλητῶν ἡ συναφὴ καὶ [[κατοχή]]»), πρ. Ἀχαιὶς Αἰσχύλ. Θήβ. 28· προσβολὴν ἢ -λὰς ποιεῖσθαι [[πέριξ]] τὸ [[τεῖχος]] Ἡρόδ. 3. 158., 4. 128, πρβλ. Θουκ. 2. 4., 5. 61, Ξεν., κτλ.· προσβολὰς παρασκευάζεσθαι τῷ τείχει Θουκ. 2. 18· προσβολὴ ἐγένετο πρὸς τὸ [[τεῖχος]] Ἡρόδ. 6. 101· τὰς προσβολὰς ἀποκρούεσθαι Ἡρόδ. 4. 200· προσβολαὶ ἱππέων Θουκ. 3. 1, Ξεν.· πρ., αἰφνίδιοι προσβολαί, ἀντίθετον τῷ αἱ ξυσταδὸν μάχαι, Θουκ. 7. 81· ἐκ προσβολῆς, μὲ τὴν πρώτην προσβολήν, Φιλόστρ. 731· ― περὶ τῆς ναυτικῆς προσβολῆς, ἴδε ἐν λέξ. [[ἐμβολή]]. 2) [[καθόλου]], προσβολαί, ἐπιθέσεις, ἐνσκήψεις, θεομηνίαι, τιμωρίαι, προσβολαὶ Ἐρινύων, Αἰσχύλ. Χο. 283· μιασμάτων ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 600· δαιμόνων Ἀριστοφ. Εἰρ. 39 (ἐν ἀναφορᾷ πρὸς τὴν δυσωδίαν τὴν προσβάλλουσαν τὴν ὄσφρησίν τινος, πρβλ. [[αὐτόθι]] 180, ἴδε ἐν λ. [[προσβάλλω]] Ι. 3)· προσβολαὶ κακαὶ Εὐρ. Ἠλ. 829· πρ. θεῖαι Ἀντιφῶν 123. 23· πρ. δεισιδαιμονίας Πλούτ. 2. 45D, [[ἔνθα]] ἴδε Wyttenb.· ἑνικ., προσβολὴ πυρὸς ἢ χειμῶνος Πλάτ. Νόμ. 865Β. 3) [[ἄνευ]] ἐννοίας τινὸς ἐχθρικῆς, [[πλησίασις]], βραδεῖα μὲν γὰρ ἡ ἐν λόγοισι πρ. [[μόλις]] δι’ ὠτὸς ἔρχεται, ὅ ἐστι αἱ διὰ τῶν ὤτων ἐντυπώσεις [[εἶναι]] βραδύτεραι ἐν συγκρίσει πρὸς τὰς διὰ τῶν ὀφθαλμῶν, Σοφ. Ἀποσπ. 737· τοῦ ἡλίου αἱ πρ. αἱ πρῶται Αἰλ. π. Ζ. 14. 23. 4) [[μέσον]] προσεγγίσεως, προσέγγισις, παρέχειν προσβολὴν καὶ ἐπαφὴν Πλάτ. Σοφιστ. 246Α· προσβολὰς ἔχειν, ἐπὶ τόπου, Πλουτ. Καῖσ. 53. ὁρῶντες προσβολὴν ἔχον τὸ [[χωρίον]] τῆς Σικελίας, προσόρμισιν, [[μέρος]] ἁρμόδιον πρὸς τὸ εἰσελθεῖν εἰς τὴν Σικ., Θουκ. 4. 1· ἡ τοῦ στομάχου πρ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 17, 9· οὔσης… τραχείας τῆς πρ. Πολύβ. 3. 51, 4· ― ἐπὶ πλοίων, [[τόπος]] προσορμίσεως, [[λιμήν]], [[τόπος]] ἀγκυροβολίας, ὁλκάδων πρ. Θουκ. 4. 53· ἐπὶ τόπου, ἐν προσβολῇ [[εἶναι]], ἐν καταλλήλῳ τόπῳ πρὸς προσόρμισιν πλοίων, ὁ αὐτ. 6. 48· ― [[τόπος]] συναντήσεως, Πλάτ. Τίμ. 36C. ΙΙΙ. (ἐκ τοῦ παθ.), τὸ τιθέμενον ἐπὶ ὅπλου, ἡ σιδηρᾶ [[αὐτοῦ]] [[αἰχμή]], Δίων Κ. 38. 49. ― [[Κατὰ]] Φρύνιχ. ἐν Α. Β. 58, 16 «προσβολὴ σιδήρου: τὸ [[στόμιον]] τὸ προστιθέμενον ἐπ’ ἄκρῳ τῷ σιδήρῳ ἐν ἐργαλείοις»· ἀλλ’ [[ἴσως]] ἡ ὀρθὴ γραφὴ [[εἶναι]] [[προβολή]].
|lstext='''προσβολή''': ἡ, ([[προσβάλλω]]) [[ἐπιβολή]], [[ἐπίθεσις]], [[ἐπαφή]], [[οἷον]] τῆς Λυδίας λίθου (ἴδε [[βάσανος]]) Αἰσχύλ. Ἀγ. 391· ἡ τῆς σικύας πρ., τῆς «βεντούζας», Ἀριστ. Ρητ. 3. 2, 12· ἡ πρ. τῶν ὀμμάτων [[πρός]] τι (πρβλ. [[προσβάλλω]] Ι. 4) Πλάτ. Θεαίτ. 153Ε· πάντας μιᾷ πρ. προσβλέπειν, μὲ ἓν [[βλέμμα]], «μὲ μιὰ ’μματιά», Κλήμ. Ἀλ. 821· φίλιαι πρ. προσώπων, ἐπὶ φιλημάτων, Εὐρ. Ἱκέτ. 1138· καὶ ἀπολ, [[φίλημα]] ἢ ἐναγκαλισμός, ὁ αὐτ. ἐν Μηδ. 1074 ([[ἔνθα]] ἴδε Elmsl.)· τῆς γλώττης προσβολαί, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ συμβουλαὶ τῶν χειλῶν, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2, 16, 15· [[ἄνευ]] προσβολῆς (δηλ. τῆς γλώσσης), χωρὶς νὰ ἐγγίσῃ (ἡ [[γλῶσσα]]), ὁ αὐτ. ἐν Ποιητ. 20. 2· ἡ τοῦ στομάχου πρ., τὸ [[μέρος]] [[ἔνθα]] ὁ [[οἰσοφάγος]] ἑνοῦται [[μετὰ]] τοῦ στομάχου, ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 17, 9. ΙΙ. (ἐκ τῆς ἀμεταβ. σημασίας), [[ἐπίθεσις]], [[ἔφοδος]], (ἣν ὁ Ἡσύχ. ὁρίζει ὡς «τῶν ἀθλητῶν ἡ συναφὴ καὶ [[κατοχή]]»), πρ. Ἀχαιὶς Αἰσχύλ. Θήβ. 28· προσβολὴν ἢ -λὰς ποιεῖσθαι [[πέριξ]] τὸ [[τεῖχος]] Ἡρόδ. 3. 158., 4. 128, πρβλ. Θουκ. 2. 4., 5. 61, Ξεν., κτλ.· προσβολὰς παρασκευάζεσθαι τῷ τείχει Θουκ. 2. 18· προσβολὴ ἐγένετο πρὸς τὸ [[τεῖχος]] Ἡρόδ. 6. 101· τὰς προσβολὰς ἀποκρούεσθαι Ἡρόδ. 4. 200· προσβολαὶ ἱππέων Θουκ. 3. 1, Ξεν.· πρ., αἰφνίδιοι προσβολαί, ἀντίθετον τῷ αἱ ξυσταδὸν μάχαι, Θουκ. 7. 81· ἐκ προσβολῆς, μὲ τὴν πρώτην προσβολήν, Φιλόστρ. 731· ― περὶ τῆς ναυτικῆς προσβολῆς, ἴδε ἐν λέξ. [[ἐμβολή]]. 2) [[καθόλου]], προσβολαί, ἐπιθέσεις, ἐνσκήψεις, θεομηνίαι, τιμωρίαι, προσβολαὶ Ἐρινύων, Αἰσχύλ. Χο. 283· μιασμάτων ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 600· δαιμόνων Ἀριστοφ. Εἰρ. 39 (ἐν ἀναφορᾷ πρὸς τὴν δυσωδίαν τὴν προσβάλλουσαν τὴν ὄσφρησίν τινος, πρβλ. [[αὐτόθι]] 180, ἴδε ἐν λ. [[προσβάλλω]] Ι. 3)· προσβολαὶ κακαὶ Εὐρ. Ἠλ. 829· πρ. θεῖαι Ἀντιφῶν 123. 23· πρ. δεισιδαιμονίας Πλούτ. 2. 45D, [[ἔνθα]] ἴδε Wyttenb.· ἑνικ., προσβολὴ πυρὸς ἢ χειμῶνος Πλάτ. Νόμ. 865Β. 3) [[ἄνευ]] ἐννοίας τινὸς ἐχθρικῆς, [[πλησίασις]], βραδεῖα μὲν γὰρ ἡ ἐν λόγοισι πρ. [[μόλις]] δι’ ὠτὸς ἔρχεται, ὅ ἐστι αἱ διὰ τῶν ὤτων ἐντυπώσεις [[εἶναι]] βραδύτεραι ἐν συγκρίσει πρὸς τὰς διὰ τῶν ὀφθαλμῶν, Σοφ. Ἀποσπ. 737· τοῦ ἡλίου αἱ πρ. αἱ πρῶται Αἰλ. π. Ζ. 14. 23. 4) [[μέσον]] προσεγγίσεως, προσέγγισις, παρέχειν προσβολὴν καὶ ἐπαφὴν Πλάτ. Σοφιστ. 246Α· προσβολὰς ἔχειν, ἐπὶ τόπου, Πλουτ. Καῖσ. 53. ὁρῶντες προσβολὴν ἔχον τὸ [[χωρίον]] τῆς Σικελίας, προσόρμισιν, [[μέρος]] ἁρμόδιον πρὸς τὸ εἰσελθεῖν εἰς τὴν Σικ., Θουκ. 4. 1· ἡ τοῦ στομάχου πρ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 17, 9· οὔσης… τραχείας τῆς πρ. Πολύβ. 3. 51, 4· ― ἐπὶ πλοίων, [[τόπος]] προσορμίσεως, [[λιμήν]], [[τόπος]] ἀγκυροβολίας, ὁλκάδων πρ. Θουκ. 4. 53· ἐπὶ τόπου, ἐν προσβολῇ [[εἶναι]], ἐν καταλλήλῳ τόπῳ πρὸς προσόρμισιν πλοίων, ὁ αὐτ. 6. 48· ― [[τόπος]] συναντήσεως, Πλάτ. Τίμ. 36C. ΙΙΙ. (ἐκ τοῦ παθ.), τὸ τιθέμενον ἐπὶ ὅπλου, ἡ σιδηρᾶ [[αὐτοῦ]] [[αἰχμή]], Δίων Κ. 38. 49. ― [[Κατὰ]] Φρύνιχ. ἐν Α. Β. 58, 16 «προσβολὴ σιδήρου: τὸ [[στόμιον]] τὸ προστιθέμενον ἐπ’ ἄκρῳ τῷ σιδήρῳ ἐν ἐργαλείοις»· ἀλλ’ [[ἴσως]] ἡ ὀρθὴ γραφὴ [[εἶναι]] [[προβολή]].
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>A.</b> action d’appliquer sur <i>ou</i> contre, frottement;<br /><b>B. I.</b> action de s’élancer vers, sur <i>ou</i> contre, <i>d’où</i><br /><b>1</b> élan impétueux, poursuite : Ἐρινύων ESCHL poursuite des Érinyes;<br /><b>2</b> attaque, agression : προσβολὴν ποιεῖσθαι [[τῷ]] τείχει THC diriger une attaque contre le rempart;<br /><b>3</b> atteinte, impression : δυοῖν μιασμάτων ESCHL atteinte de deux fléaux;<br /><b>II.</b> action de s’élancer à terre, action de débarquer ; lieu de débarquement.<br />'''Étymologie:''' [[προσβάλλω]].
}}
}}