Anonymous

προκατάκειμαι: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_20)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προκατάκειμαι''': Παθ., [[κατάκειμαι]], εἶμαι ἀνακεκλιμένος πρὸ ἄλλου τινός, ὡς π.χ. ἐν δείπνῳ, Λουκ. π. τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 26, Ἡλιόδ. 4. 16.
|lstext='''προκατάκειμαι''': Παθ., [[κατάκειμαι]], εἶμαι ἀνακεκλιμένος πρὸ ἄλλου τινός, ὡς π.χ. ἐν δείπνῳ, Λουκ. π. τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 26, Ἡλιόδ. 4. 16.
}}
{{bailly
|btext=être couché (à table) à la première place <i>ou</i> sur un lit plus élevé que les autres.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[κατάκειμαι]].<br /><i><b>Par.</b></i> [[προκατακλίνω]].
}}
}}