3,277,020
edits
(6_14) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑπερίπταμαι''': μεταγεν. [[τύπος]] τοῦ [[ὑπερπέτομαι]], Ἀριστ. π. Θαυμασ. 81, 2, Πλουτ. Νουμ. 8, Λουκ. Ρητόρ. Διδάσκ. 7. | |lstext='''ὑπερίπταμαι''': μεταγεν. [[τύπος]] τοῦ [[ὑπερπέτομαι]], Ἀριστ. π. Θαυμασ. 81, 2, Πλουτ. Νουμ. 8, Λουκ. Ρητόρ. Διδάσκ. 7. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> ὑπερπτήσομαι, <i>ao.</i> ὑπερεπτάμην, <i>ao.2</i> ὑπερέπτην;<br />voler au-dessus de, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], [[ἵπταμαι]]. | |||
}} | }} |