Anonymous

δύσθετος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_15)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δύσθετος''': -ον, ([[τίθημι]]) ὁ ἐν κακῇ καταστάσει ὤν, τὸ δ., κακὴ [[κατάστασις]], Ἰώσηπ. Α. Ι. 15. 9, 6. ΙΙ. [[δυσέμβλητος]], δυσκόλως ἀποκαθιστάμενος, ὀστέα Ἱππ. Ἀγμ. 776.
|lstext='''δύσθετος''': -ον, ([[τίθημι]]) ὁ ἐν κακῇ καταστάσει ὤν, τὸ δ., κακὴ [[κατάστασις]], Ἰώσηπ. Α. Ι. 15. 9, 6. ΙΙ. [[δυσέμβλητος]], δυσκόλως ἀποκαθιστάμενος, ὀστέα Ἱππ. Ἀγμ. 776.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> difficile à placer, à remettre;<br /><b>2</b> mal disposé.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[τίθημι]].
}}
}}