Anonymous

ἐπέλασις: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_8)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπέλᾰσις''': -εως, ἡ, [[ἔφοδος]] ἱππικοῦ, Πλουτ. Τιμολ. 27· ἐλεφάντων, Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 31: - [[ὡσαύτως]] ἐπελᾰσία, ἡ, Διοδ. Ἀποσπ. 533. 46.
|lstext='''ἐπέλᾰσις''': -εως, ἡ, [[ἔφοδος]] ἱππικοῦ, Πλουτ. Τιμολ. 27· ἐλεφάντων, Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 31: - [[ὡσαύτως]] ἐπελᾰσία, ἡ, Διοδ. Ἀποσπ. 533. 46.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />charge de cavalerie <i>ou</i> d’éléphants.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπελαύνω]].
}}
}}