Anonymous

γουνάζομαι: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_14)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''γουνάζομαι''': μέλλ.–σομαι· ἀποθ. (γόνυ).― Ἐπ. [[ῥῆμα]], ἅπτομαι τῶν γονάτων τινός, πιάνω τὰ γόνατά του (ἴδε ἐν γ. γόνυ Ι. 2), καὶ [[ἑπομένως]], [[ἱκετεύω]], δέομαι, παρακαλῶ, ἀπολ., Ἰλ. Λ. 130· μετ᾿ ἀπαρεμφ., τῶν ὕπερ... [[γουνάζομαι]] οὐ παρεόντων ἑστάμεναι κρατερῶς, ἐν ὀνόματι τῶν ὁποίων... σᾶς [[ἱκετεύω]], τηρήσατε τὰς θέσεις σας ἰσχυρῶς, Ο. 665· νῦν δέ σε πρὸς πατρὸς [[γουνάζομαι]] Ὀδ. Ν. 324· νῦν δέ σε τῶν ὄπιθεν γ.,... [[πρός]] τ᾿ ἀλόχου πατρός τε Λ. 66· [[ὡσαύτως]], μή με... γούνων γουνάζεο, μή με ἱκέτευε [πιάνων με] ἐκ τῶν γονάτων μου, Ἰλ. Χ. 345, πρβλ. Ὀδ. Ν. 324.
|lstext='''γουνάζομαι''': μέλλ.–σομαι· ἀποθ. (γόνυ).― Ἐπ. [[ῥῆμα]], ἅπτομαι τῶν γονάτων τινός, πιάνω τὰ γόνατά του (ἴδε ἐν γ. γόνυ Ι. 2), καὶ [[ἑπομένως]], [[ἱκετεύω]], δέομαι, παρακαλῶ, ἀπολ., Ἰλ. Λ. 130· μετ᾿ ἀπαρεμφ., τῶν ὕπερ... [[γουνάζομαι]] οὐ παρεόντων ἑστάμεναι κρατερῶς, ἐν ὀνόματι τῶν ὁποίων... σᾶς [[ἱκετεύω]], τηρήσατε τὰς θέσεις σας ἰσχυρῶς, Ο. 665· νῦν δέ σε πρὸς πατρὸς [[γουνάζομαι]] Ὀδ. Ν. 324· νῦν δέ σε τῶν ὄπιθεν γ.,... [[πρός]] τ᾿ ἀλόχου πατρός τε Λ. 66· [[ὡσαύτως]], μή με... γούνων γουνάζεο, μή με ἱκέτευε [πιάνων με] ἐκ τῶν γονάτων μου, Ἰλ. Χ. 345, πρβλ. Ὀδ. Ν. 324.
}}
{{bailly
|btext=toucher les genoux en suppliant ; supplier, implorer : τινα γουνάζεσθαι IL toucher les genoux de qqn (pour le supplier) ; τινα [[γούνων]] γουνάζεσθαι IL implorer qqn en lui touchant les genoux : τινα τινός <i>ou</i> [[πρός]] τινος γουνάζεσθαι toucher les genoux de qqn et l’implorer au nom de qqn (de ses parents, <i>etc.</i>) ; γουνάζεσθαι [[ὑπέρ]] τινος toucher les genoux (de qqn), <i>càd</i> le supplier, au nom de qqn.<br />'''Étymologie:''' [[γόνυ]].
}}
}}