3,271,499
edits
(6_11) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''θρηνητικός''': -ή, -όν, ἔχων κλίσιν πρὸς τὸ θρηνεῖν, ἀγαπῶν νὰ θρηνῇ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 11. 4. 2) ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς θρῆνον, [[αὔλημα]], αὐλὸς [[Πολυδ]]. Δ΄, 73, 75· τὸ θρ., ὕλη πρὸς θρῆνον, Πλούτ. 2. 623Α. - Ἐπίρρ. -κῶς, [[Πολυδ]]. Ζ΄, 902. | |lstext='''θρηνητικός''': -ή, -όν, ἔχων κλίσιν πρὸς τὸ θρηνεῖν, ἀγαπῶν νὰ θρηνῇ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 11. 4. 2) ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς θρῆνον, [[αὔλημα]], αὐλὸς [[Πολυδ]]. Δ΄, 73, 75· τὸ θρ., ὕλη πρὸς θρῆνον, Πλούτ. 2. 623Α. - Ἐπίρρ. -κῶς, [[Πολυδ]]. Ζ΄, 902. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> porté à se lamenter;<br /><b>2</b> propre aux lamentations ; τὸ θρηνητικόν PLUT chant plaintif.<br />'''Étymologie:''' [[θρηνέω]]. | |||
}} | }} |