Anonymous

συναράσσω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_5)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συνᾰράσσω''': Ἀττικ. -ττω· [[ὁμοῦ]] κτυπῶ, [[συγκρούω]], [[συντρίβω]], παρ’ Ὁμήρ. μόνον ἐν τμήσει, σύν κεν ἄραξ’ [[ἡμέων]] κεφαλὰς Ὀδ. Ι. 498· σὺν δ’ ὀστέ’ ἄραξεν πάντ’ [[ἄμυδις]] Ἰλ. Μ. 384· σ. οἶκον, πόλιν Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1142, [[Ἡρακλ]]. 378· σ. τινὰ λίθοις, ὁδοῦσι Διον. Ἁλ. 8. 59, Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 1. 30· σ. τοὺς ἵππους Διον. Ἁλ. 5. 15· ― Παθητ., συντρίβομαι, σὺν τ’ ὀστέ’ ἀράχθη Ὀδ. Ε. 426· συναραχθέντων τῶν πλοίων, ἐκ τῆς τρικυμίας, Ἡρόδ. 7. 170· συναράσσεσθαι κεφαλὰς ὁ αὐτ. 2. 63· νῆσοι σ. ἀλλήλαις Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 1. 4, 1. 2) ἀμετάβ., συγκρούομαι, Λατ. cobidi, ἐπὶ ἀνέμων, Ἀριστ. π. Κόσμ. 5. 10· ἐπὶ πολεμίων, Δίων Κ. 73. 15. ΙΙ. σφυρηλατῶ [[ὁμοῦ]], [[συνάπτω]] στερεῶς, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 614, Γ. 1318· ἀλλὰ συνάρηρε [[εἶναι]] ἡ πιθαν. γραφή, ἴδε Ὀδ. Ε. 248, Ἐτυμολ. Μέγ. 237. 58.
|lstext='''συνᾰράσσω''': Ἀττικ. -ττω· [[ὁμοῦ]] κτυπῶ, [[συγκρούω]], [[συντρίβω]], παρ’ Ὁμήρ. μόνον ἐν τμήσει, σύν κεν ἄραξ’ [[ἡμέων]] κεφαλὰς Ὀδ. Ι. 498· σὺν δ’ ὀστέ’ ἄραξεν πάντ’ [[ἄμυδις]] Ἰλ. Μ. 384· σ. οἶκον, πόλιν Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1142, [[Ἡρακλ]]. 378· σ. τινὰ λίθοις, ὁδοῦσι Διον. Ἁλ. 8. 59, Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 1. 30· σ. τοὺς ἵππους Διον. Ἁλ. 5. 15· ― Παθητ., συντρίβομαι, σὺν τ’ ὀστέ’ ἀράχθη Ὀδ. Ε. 426· συναραχθέντων τῶν πλοίων, ἐκ τῆς τρικυμίας, Ἡρόδ. 7. 170· συναράσσεσθαι κεφαλὰς ὁ αὐτ. 2. 63· νῆσοι σ. ἀλλήλαις Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 1. 4, 1. 2) ἀμετάβ., συγκρούομαι, Λατ. cobidi, ἐπὶ ἀνέμων, Ἀριστ. π. Κόσμ. 5. 10· ἐπὶ πολεμίων, Δίων Κ. 73. 15. ΙΙ. σφυρηλατῶ [[ὁμοῦ]], [[συνάπτω]] στερεῶς, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 614, Γ. 1318· ἀλλὰ συνάρηρε [[εἶναι]] ἡ πιθαν. γραφή, ἴδε Ὀδ. Ε. 248, Ἐτυμολ. Μέγ. 237. 58.
}}
{{bailly
|btext=<i>pf. Pass. part.</i> συνηραγμένος;<br />heurter l’un contre l’autre ; briser, détruire : [[τι]] qch (une maison, une ville, <i>etc.</i>) ; τινα ὀδοῦσι LUC déchirer qqn avec les dents.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἀράσσω]].
}}
}}