Anonymous

δάϊος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_20)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δάϊος''': συνῃρ. δᾷος, α, ον, Δωρ. ἀντὶ τοῦ Ἐπ. δήιος (συνῃρ. δῇος Θέογν. 552 B), η, ον· [[ὡσαύτως]] [[δάϊος]], ος, ον, Εὐρ. Τρῳ. 1031, Ἡρ. Μαιν. 915· οἱ Τραγ. ἀείποτε μεταχειρίζονται τὸν Δωρ. τύπον, καθὼς μεταχειρίζονται καὶ [[γάϊος]], [[νάϊος]], ἀντὶ γήιος, νήιος, ἂν καὶ ἔλεγον δῃοῦν καὶ [[ἀδῇος]], ἴδε Δινδ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 559, Χο. 628· ([[δαΐς]], [[δαίω]] Α)· -[[ἐχθρικός]], καταστρεπτικός, [[φοβερός]], Ὅμ., ἀλλὰ μόνον ἐν τῇ Ἰλ.· ἰδίως ὡς ἐπίθ. τοῦ [[πυρός]], καῖον, καταναλίσκον, καὶ παρὰ Τραγ.· -δάϊοι, ἐχθροί, Πίνδ. Ν. 8. 49· [[λάφυρα]] δᾴων Αἰσχύλ. Θήβ. 271· [[φόβημα]] δαΐων Σοφ. Ο. Κ. 699· καὶ ἐν τῷ ἑνικῷ, [[ἐχθρός]], Ἀριστοφ. Βατρ. 1022· οὕτω, δαΐαν ὁρμάν, ἐχθρικήν, πολεμίαν, ὁ αὐτ. Νεφ. 335· ἔπιτε δαΐαν ὁδὸν ὁ αὐτ. Βατρ. 897. 2) [[δυστυχής]], [[ἄθλιος]], Αἰσχύλ. Πέρσ. 282, κτλ., Σοφ. Αἴ. 784, Εὐρ. Ἀνδρ. 838 ([[ἔνθα]] ἔχομεν γεν. θηλ. δαΐας). ΙΙ. ([[δαῆναι]]) γινώσκων, [[ἔμπειρος]], [[τεχνίτης]] Ἀνθ. Πλαν. 119· πρβλ. [[δαΐφρων]]. [δᾱϊος· ἀλλὰ παρ’ Ὁμ. [[ὅπου]] ἡ τελευταία συλλαβὴ [[εἶναι]] μακρά, ἡ [[λέξις]] πρέπει νὰ προφέρηται ὡς [[δισύλλαβος]]· ἀλλὰ παρ’ Ἀττ., [[ὅταν]] [[εἶναι]] [[δισύλλαβος]], γράφεται δᾷος, Αἰσχύλ. Πέρσ. 271· ἐν Ἀνθ. Π. 6. 123 ἔχομεν δῆῐων ἐν τέλει πενταμέτρου].
|lstext='''δάϊος''': συνῃρ. δᾷος, α, ον, Δωρ. ἀντὶ τοῦ Ἐπ. δήιος (συνῃρ. δῇος Θέογν. 552 B), η, ον· [[ὡσαύτως]] [[δάϊος]], ος, ον, Εὐρ. Τρῳ. 1031, Ἡρ. Μαιν. 915· οἱ Τραγ. ἀείποτε μεταχειρίζονται τὸν Δωρ. τύπον, καθὼς μεταχειρίζονται καὶ [[γάϊος]], [[νάϊος]], ἀντὶ γήιος, νήιος, ἂν καὶ ἔλεγον δῃοῦν καὶ [[ἀδῇος]], ἴδε Δινδ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 559, Χο. 628· ([[δαΐς]], [[δαίω]] Α)· -[[ἐχθρικός]], καταστρεπτικός, [[φοβερός]], Ὅμ., ἀλλὰ μόνον ἐν τῇ Ἰλ.· ἰδίως ὡς ἐπίθ. τοῦ [[πυρός]], καῖον, καταναλίσκον, καὶ παρὰ Τραγ.· -δάϊοι, ἐχθροί, Πίνδ. Ν. 8. 49· [[λάφυρα]] δᾴων Αἰσχύλ. Θήβ. 271· [[φόβημα]] δαΐων Σοφ. Ο. Κ. 699· καὶ ἐν τῷ ἑνικῷ, [[ἐχθρός]], Ἀριστοφ. Βατρ. 1022· οὕτω, δαΐαν ὁρμάν, ἐχθρικήν, πολεμίαν, ὁ αὐτ. Νεφ. 335· ἔπιτε δαΐαν ὁδὸν ὁ αὐτ. Βατρ. 897. 2) [[δυστυχής]], [[ἄθλιος]], Αἰσχύλ. Πέρσ. 282, κτλ., Σοφ. Αἴ. 784, Εὐρ. Ἀνδρ. 838 ([[ἔνθα]] ἔχομεν γεν. θηλ. δαΐας). ΙΙ. ([[δαῆναι]]) γινώσκων, [[ἔμπειρος]], [[τεχνίτης]] Ἀνθ. Πλαν. 119· πρβλ. [[δαΐφρων]]. [δᾱϊος· ἀλλὰ παρ’ Ὁμ. [[ὅπου]] ἡ τελευταία συλλαβὴ [[εἶναι]] μακρά, ἡ [[λέξις]] πρέπει νὰ προφέρηται ὡς [[δισύλλαβος]]· ἀλλὰ παρ’ Ἀττ., [[ὅταν]] [[εἶναι]] [[δισύλλαβος]], γράφεται δᾷος, Αἰσχύλ. Πέρσ. 271· ἐν Ἀνθ. Π. 6. 123 ἔχομεν δῆῐων ἐν τέλει πενταμέτρου].
}}
{{bailly
|btext=α <i>ou</i> ος, ον :<br /><i>par contr.</i> δᾷος;<br /><b>1</b> qui ravage <i>ou</i> détruit, destructeur ; [[οἱ]] δάϊοι les ennemis, l’ennemi;<br /><b>2</b> ruiné, détruit ; malheureux, infortuné, misérable.<br />'''Étymologie:''' [[δαίομαι]].
}}
}}