Anonymous

λευκάνθεμον: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_21)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λευκάνθεμον''': τό, λευκὸν [[ἄνθος]], ὡς τὸ [[χρυσάνθεμον]], [[ὄνομα]] διαφόρων φυτῶν ἐκ τοῦ γένους τῶν χαμαιμήλων, Διοσκ. 3. 154, Πλιν. Ν. Η. 21. 93· [[ὡσαύτως]] λευκανθεμίς, ίδος, ἡ, [[αὐτόθι]] 22. 26.
|lstext='''λευκάνθεμον''': τό, λευκὸν [[ἄνθος]], ὡς τὸ [[χρυσάνθεμον]], [[ὄνομα]] διαφόρων φυτῶν ἐκ τοῦ γένους τῶν χαμαιμήλων, Διοσκ. 3. 154, Πλιν. Ν. Η. 21. 93· [[ὡσαύτως]] λευκανθεμίς, ίδος, ἡ, [[αὐτόθι]] 22. 26.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />sorte de camomille, <i>plante</i>.<br />'''Étymologie:''' [[λευκανθής]].
}}
}}