Anonymous

θαρσέω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_20)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θαρσέω''': παρὰ νεωτ. Ἀττ. θαρρέω, μέλλ. -ήσω ([[θάρσος]])· εἶμαι [[πλήρης]] θάρρους, [[λαμβάνω]] θάρρος, Ἰλ. Α. 92, κτλ.· - ἐπὶ κακῆς σημασίας (πρβλ. [[θράσος]]), εἶμαι [[ὑπὲρ]] τὸ [[δέον]] [[θαρραλέος]], εἶμαι [[θρασύς]], ὕβρει θ. Θουκ. 2. 65· [[ἄνευ]] νοῦ, [[μάτην]] θ. Πλάτ. Μένωνι 88Β, Θεαιτ. 189D. - Σύνταξ.: 1) ἀπολ., [[συχνάκις]] παρ’ Ὁμ. καὶ Ἀττ., θάρσει, ἔχε θάρρος, Ὅμ., Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 732, κτλ.· θαρσεῖτε [[αὐτόθι]] 792, πρβλ. [[εὐθαρσέω]]· θάρρει Ἀριστοφ. Πλ. 328, κ. ἀλλ.· [[συχνάκις]] κατὰ μετοχ. ἐπὶ ἐπιρρ. σημασίας, θαρσήσας [[μάλα]] εἶπε, [[μετὰ]] πολλοῦ θάρρους, Ἰλ. Α. 85, πρβλ. Αἰσχύλ. Χο. 666· κόμπασον θαρσῶν ὁ αὐτ. Ἀγ. 1671, πρβλ. Πρ. 916, Σοφ. Ο. Κ. 491· θαρσέοντες ἐρίζετε Ἡρόδ. 5. 49· [[πῖθι]] θαρρῶν Ἄλεξ. Τοκ. 3· λέγε [[τοίνυν]] θαρρῶν Πλάτ. Φαίδρ. 243Ε· θαρρῶν πλείονα ἔθυεν ἢ ὀκνῶν ηὔχετο Ξεν. Ἀγησ. 11, 2· - καὶ τὸ τεθαρρηκός, θάρρος, [[πεποίθησις]], Πλούτ. Φαβ. 16· τὸ θαρροῦν τῆς ὄψεως ὁ αὐτ. Κάτ. Νεωτ. 44. 2) μετ’ αἰτ., θάρσει τόνδε γ’ [[ἄεθλον]], ἀνάλαβε [[μετὰ]] θάρρους, μὴ φοβοῦ τὸν ἀγῶνα τοῦτον, Ὀδ. Θ. 197· βραδύτερον, [[αἰσθάνομαι]] θάρρος ἀπέναντί τινος, περιφρονῶ, δὲν φοβοῦμαί τι, ἀντίθ. δέδοικα, πάντα Ἡρόδ. 7. 50· θ. γέροντος χεῖρα Εὐρ. Ἀνδρ. 993, πρβλ. Σοφ. Ο. Κ. 649· θάνατον Πλάτ. Φαίδ. 88Β· τὸ τοιοῦτον [[σῶμα]] … οἱ μὲν ἐχθροὶ θαρροῦσιν… ὁ αὐτ. Φαίδρ. 239D· θ. τὸ ἀποκρίνεσθαι ὁ αὐτ. Εὐθυδ. 275C· [[οὔτε]] Φίλιππος ἐθάρρει τούτους [[οὔτε]] οὖτοι Φίλιππον Δημ. 30. 16· θ. μάχην, ἀποτολμῶ νὰ ἔλθω εἰς μ., δὲν φοβοῦμαι τὴν μ., Ξεν. Ἀν. 3. 2, 20 (πρβλ. Ἑλλ. 2. 4, 9)· - [[μετὰ]] συστοίχ. αἰτ., θ. θάρρος Πλάτ. Φαίδ. 95C· αἰσχρὰ θάρρη θ. ὁ αὐτ. Πρωτ. 360Β· - ἐν ἐπιτυμβίοις ἐπιγραφ., θάρσει.., οὐδεὶς [[ἀθάνατος]] Συλλ. Ἐπιγρ. 4463, 5200b, κ. ἀλλ. β) μετ’ αἰτ. προσ., [[ὡσαύτως]], ἔχω πεποίθησιν ἢ ἐμπιστοσύνην εἴς τινα, τινα Ξεν. Κύρ. 5. 5, 42, Δημ. 30. 15, Δίων Κ. 51. 11. - Παθ., εἶμαι [[ἄξιος]] ἐμπιστοσύνης, Φιλόστρ. 788. 3) θαρσεῖν τινι, ἔχω πεποίθησιν εἴς τινα ἢ εἴς τι, Ἡρόδ. 3. 76. 4) [[μετὰ]] προθ., θ. περὶ ἢ ὑπέρ τινος, ἔχω πεποίθησιν [[περί]] τινος, Σοφ. Αἴ. 793, Πλάτ. Πολ. 574Β, 566Β· διά τι Ἰσοκρ. 38C· ἐπί τινι [[αὐτόθι]] 128D· [[πρός]] τι Πλάτ. Πρωτ. 350Β, Πολ. 574Β· πρὸς ἐμαυτόν, εἰς τὸν ἑαυτόν μου, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1060· [[οὕτως]], ἐφ’ ἑαυτῷ Πλούτ. 2. 69C. 5) μετ’ ἀπαρ., [[πιστεύω]] ἐν πεποιθήσει ὅτι... Σοφ. Ἀντ. 668· καί, θ. ὅτι.., Θουκ. 1. 81, κτλ.· θ. τὸ ἐξελέγξειν Δημ. 342. 5· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]], [[λαμβάνω]] θάρρος, τολμῶ νὰ πράξω τι, Ξεν. Κυρ. 8. 8, 6, Πλούτ. Περικλ. 22.
|lstext='''θαρσέω''': παρὰ νεωτ. Ἀττ. θαρρέω, μέλλ. -ήσω ([[θάρσος]])· εἶμαι [[πλήρης]] θάρρους, [[λαμβάνω]] θάρρος, Ἰλ. Α. 92, κτλ.· - ἐπὶ κακῆς σημασίας (πρβλ. [[θράσος]]), εἶμαι [[ὑπὲρ]] τὸ [[δέον]] [[θαρραλέος]], εἶμαι [[θρασύς]], ὕβρει θ. Θουκ. 2. 65· [[ἄνευ]] νοῦ, [[μάτην]] θ. Πλάτ. Μένωνι 88Β, Θεαιτ. 189D. - Σύνταξ.: 1) ἀπολ., [[συχνάκις]] παρ’ Ὁμ. καὶ Ἀττ., θάρσει, ἔχε θάρρος, Ὅμ., Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 732, κτλ.· θαρσεῖτε [[αὐτόθι]] 792, πρβλ. [[εὐθαρσέω]]· θάρρει Ἀριστοφ. Πλ. 328, κ. ἀλλ.· [[συχνάκις]] κατὰ μετοχ. ἐπὶ ἐπιρρ. σημασίας, θαρσήσας [[μάλα]] εἶπε, [[μετὰ]] πολλοῦ θάρρους, Ἰλ. Α. 85, πρβλ. Αἰσχύλ. Χο. 666· κόμπασον θαρσῶν ὁ αὐτ. Ἀγ. 1671, πρβλ. Πρ. 916, Σοφ. Ο. Κ. 491· θαρσέοντες ἐρίζετε Ἡρόδ. 5. 49· [[πῖθι]] θαρρῶν Ἄλεξ. Τοκ. 3· λέγε [[τοίνυν]] θαρρῶν Πλάτ. Φαίδρ. 243Ε· θαρρῶν πλείονα ἔθυεν ἢ ὀκνῶν ηὔχετο Ξεν. Ἀγησ. 11, 2· - καὶ τὸ τεθαρρηκός, θάρρος, [[πεποίθησις]], Πλούτ. Φαβ. 16· τὸ θαρροῦν τῆς ὄψεως ὁ αὐτ. Κάτ. Νεωτ. 44. 2) μετ’ αἰτ., θάρσει τόνδε γ’ [[ἄεθλον]], ἀνάλαβε [[μετὰ]] θάρρους, μὴ φοβοῦ τὸν ἀγῶνα τοῦτον, Ὀδ. Θ. 197· βραδύτερον, [[αἰσθάνομαι]] θάρρος ἀπέναντί τινος, περιφρονῶ, δὲν φοβοῦμαί τι, ἀντίθ. δέδοικα, πάντα Ἡρόδ. 7. 50· θ. γέροντος χεῖρα Εὐρ. Ἀνδρ. 993, πρβλ. Σοφ. Ο. Κ. 649· θάνατον Πλάτ. Φαίδ. 88Β· τὸ τοιοῦτον [[σῶμα]] … οἱ μὲν ἐχθροὶ θαρροῦσιν… ὁ αὐτ. Φαίδρ. 239D· θ. τὸ ἀποκρίνεσθαι ὁ αὐτ. Εὐθυδ. 275C· [[οὔτε]] Φίλιππος ἐθάρρει τούτους [[οὔτε]] οὖτοι Φίλιππον Δημ. 30. 16· θ. μάχην, ἀποτολμῶ νὰ ἔλθω εἰς μ., δὲν φοβοῦμαι τὴν μ., Ξεν. Ἀν. 3. 2, 20 (πρβλ. Ἑλλ. 2. 4, 9)· - [[μετὰ]] συστοίχ. αἰτ., θ. θάρρος Πλάτ. Φαίδ. 95C· αἰσχρὰ θάρρη θ. ὁ αὐτ. Πρωτ. 360Β· - ἐν ἐπιτυμβίοις ἐπιγραφ., θάρσει.., οὐδεὶς [[ἀθάνατος]] Συλλ. Ἐπιγρ. 4463, 5200b, κ. ἀλλ. β) μετ’ αἰτ. προσ., [[ὡσαύτως]], ἔχω πεποίθησιν ἢ ἐμπιστοσύνην εἴς τινα, τινα Ξεν. Κύρ. 5. 5, 42, Δημ. 30. 15, Δίων Κ. 51. 11. - Παθ., εἶμαι [[ἄξιος]] ἐμπιστοσύνης, Φιλόστρ. 788. 3) θαρσεῖν τινι, ἔχω πεποίθησιν εἴς τινα ἢ εἴς τι, Ἡρόδ. 3. 76. 4) [[μετὰ]] προθ., θ. περὶ ἢ ὑπέρ τινος, ἔχω πεποίθησιν [[περί]] τινος, Σοφ. Αἴ. 793, Πλάτ. Πολ. 574Β, 566Β· διά τι Ἰσοκρ. 38C· ἐπί τινι [[αὐτόθι]] 128D· [[πρός]] τι Πλάτ. Πρωτ. 350Β, Πολ. 574Β· πρὸς ἐμαυτόν, εἰς τὸν ἑαυτόν μου, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1060· [[οὕτως]], ἐφ’ ἑαυτῷ Πλούτ. 2. 69C. 5) μετ’ ἀπαρ., [[πιστεύω]] ἐν πεποιθήσει ὅτι... Σοφ. Ἀντ. 668· καί, θ. ὅτι.., Θουκ. 1. 81, κτλ.· θ. τὸ ἐξελέγξειν Δημ. 342. 5· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]], [[λαμβάνω]] θάρρος, τολμῶ νὰ πράξω τι, Ξεν. Κυρ. 8. 8, 6, Πλούτ. Περικλ. 22.
}}
{{bailly
|btext=<i>ion. et anc. att. c.</i> [[θαρρέω]].
}}
}}