Anonymous

δυσπολιόρκητος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_18)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δυσπολιόρκητος''': -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ κυριεύσῃ τις διὰ πολιορκίας, Ξεν. Ἑλλ. 4. 8, 5, Πολύβ.
|lstext='''δυσπολιόρκητος''': -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ κυριεύσῃ τις διὰ πολιορκίας, Ξεν. Ἑλλ. 4. 8, 5, Πολύβ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />inexpugnable.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[πολιορκέω]].
}}
}}