Anonymous

σηκοκόρος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_14)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σηκοκόρος''': ὁ, ἡ, ([[κορέω]]) ὁ καθαρίζων σταῦλον ἢ μάνδραν, [[βουκόλος]], Ὀδ. Ρ. 224· πρβλ. [[σηκηκόρος]]. ΙΙ. [[νεωκόρος]], [[φύλαξ]] παρεκκλησίου, Ζωναρ., Ἡσύχ.
|lstext='''σηκοκόρος''': ὁ, ἡ, ([[κορέω]]) ὁ καθαρίζων σταῦλον ἢ μάνδραν, [[βουκόλος]], Ὀδ. Ρ. 224· πρβλ. [[σηκηκόρος]]. ΙΙ. [[νεωκόρος]], [[φύλαξ]] παρεκκλησίου, Ζωναρ., Ἡσύχ.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />garçon d’étable <i>ou</i> d’écurie.<br />'''Étymologie:''' [[σηκός]], [[κορέω]]¹.
}}
}}