3,277,700
edits
(6_16) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σκυθρωπός''': -όν, [[ὡσαύτως]] ἡ, Ἱππ. 1114Α, Ἐφόρ. Ἀποσπ. 155, Πλούτ. 2. 417C, κλπ., πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 105· ([[σκυθρός]], ὤψ)· - ὁ φαινόμενος ὡς ὠργισμένος, ἔχων ὄψιν τεθλιμμένην ἢ ὠργισμένην, δυσηρεστημένος, [[κατηφής]], Εὐρ. Μήδ. 271, Ἱππ. 1172· [[γέλως]] Αἰσχύλ. Χο. 738· [[ὄνομα]], [[πρόσωπον]] Εὐρ. Φοίν. 1333, κτλ.· σκ. τινι ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκ. 774· ἐπὶ τινι Ξεν. Ἀπομν. 3. 10, 4· ἀντίθετον τῷ ἱλαρός, [[φαιδρός]], [[αὐτόθι]] 2. 7, 12., 3. 10, 4· - [[ὡσαύτως]] ἐπὶ προσπεποιημένης σοβαρότητος, Δημ. 1122. 20, Αἰσχίν. 56. 31· - τὸ σκυθρωπόν, = τῷ ἑπομ., Εὐρ. Ἄλκ. 797, πρβλ. Βάκχ. 1252, Πλάτ. Συμπ. 206D. - Ἐπίρρ. σκυθρωπῶς ἔχειν Ξεν. Ἀπομν. 2. 7, 1. ΙΙ ἐπὶ πραγμάτων, κατηφές, μελαγχολικόν, λυπηρόν, [[γῆρας]] Εὐρ. Βάκχ. 1252· σκυθρωποτέρα ὁδός Ἀρχύτ. παρὰ Στοβ. 13. 2· [[μέλη]] Παυσ. 10. 7. πύλαι Πλουτ. Δημοσθ. 30, κτλ.· - ἐπὶ χρώματος, ὁ ἔχων [[χρῶμα]] μελαγχολικόν, σκοτεινὸς καὶ [[ἀμυδρός]], Λατ. tristis, ἀντίθετον τῷ [[λαμπρός]], Ἰακώψ. εἰς φιλοστ. Εἰκ. σ. 378. | |lstext='''σκυθρωπός''': -όν, [[ὡσαύτως]] ἡ, Ἱππ. 1114Α, Ἐφόρ. Ἀποσπ. 155, Πλούτ. 2. 417C, κλπ., πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 105· ([[σκυθρός]], ὤψ)· - ὁ φαινόμενος ὡς ὠργισμένος, ἔχων ὄψιν τεθλιμμένην ἢ ὠργισμένην, δυσηρεστημένος, [[κατηφής]], Εὐρ. Μήδ. 271, Ἱππ. 1172· [[γέλως]] Αἰσχύλ. Χο. 738· [[ὄνομα]], [[πρόσωπον]] Εὐρ. Φοίν. 1333, κτλ.· σκ. τινι ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκ. 774· ἐπὶ τινι Ξεν. Ἀπομν. 3. 10, 4· ἀντίθετον τῷ ἱλαρός, [[φαιδρός]], [[αὐτόθι]] 2. 7, 12., 3. 10, 4· - [[ὡσαύτως]] ἐπὶ προσπεποιημένης σοβαρότητος, Δημ. 1122. 20, Αἰσχίν. 56. 31· - τὸ σκυθρωπόν, = τῷ ἑπομ., Εὐρ. Ἄλκ. 797, πρβλ. Βάκχ. 1252, Πλάτ. Συμπ. 206D. - Ἐπίρρ. σκυθρωπῶς ἔχειν Ξεν. Ἀπομν. 2. 7, 1. ΙΙ ἐπὶ πραγμάτων, κατηφές, μελαγχολικόν, λυπηρόν, [[γῆρας]] Εὐρ. Βάκχ. 1252· σκυθρωποτέρα ὁδός Ἀρχύτ. παρὰ Στοβ. 13. 2· [[μέλη]] Παυσ. 10. 7. πύλαι Πλουτ. Δημοσθ. 30, κτλ.· - ἐπὶ χρώματος, ὁ ἔχων [[χρῶμα]] μελαγχολικόν, σκοτεινὸς καὶ [[ἀμυδρός]], Λατ. tristis, ἀντίθετον τῷ [[λαμπρός]], Ἰακώψ. εἰς φιλοστ. Εἰκ. σ. 378. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ός <i>ou</i> ή, όν :<br />sombre, triste, chagrin : σκυθρωπὸς [[ἡμέρα]] PLUT jour néfaste ; τὸ σκυθρωπόν EUR air sombre, tristesse ; <i>p. ext.</i> grave, sévère.<br />'''Étymologie:''' [[σκυθρός]], [[ὤψ]]. | |||
}} | }} |