Anonymous

βαῦνος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_9)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''βαῦνος''': ἢ βαυνός, ὁ, (αὔω) κλίβανος, κάμινος, Α. Β. 654, [[Πολυδ]]. Ι΄, 100· παρ’ Ἡσυχ. [[ὡσαύτως]] βαύνη, ἡ.
|lstext='''βαῦνος''': ἢ βαυνός, ὁ, (αὔω) κλίβανος, κάμινος, Α. Β. 654, [[Πολυδ]]. Ι΄, 100· παρ’ Ἡσυχ. [[ὡσαύτως]] βαύνη, ἡ.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />four, fourneau.<br />'''Étymologie:''' DELG emprunt probable.
}}
}}