Anonymous

ἐνεχυρασία: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_11)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐνεχῠρασία''': ἡ, τὸ ἐνεχυράζειν, τὸ λαμβάνειν τὴν περιουσίαν τινὸς ὡς [[ἐνέχυρον]], [[ἐνέχυρον]], [[ὑποθήκη]], Πλάτ. Νόμ. 949D, Συλλ. Ἐπιγρ. 93. 7., 104. 12· ἐν. ποιεῖσθαι Δημ. 1162. 12., 1163. 25.
|lstext='''ἐνεχῠρασία''': ἡ, τὸ ἐνεχυράζειν, τὸ λαμβάνειν τὴν περιουσίαν τινὸς ὡς [[ἐνέχυρον]], [[ἐνέχυρον]], [[ὑποθήκη]], Πλάτ. Νόμ. 949D, Συλλ. Ἐπιγρ. 93. 7., 104. 12· ἐν. ποιεῖσθαι Δημ. 1162. 12., 1163. 25.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />action de prendre un gage, un nantissement.<br />'''Étymologie:''' [[ἐνεχυράζω]].
}}
}}