Anonymous

παραμπέχω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_9)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παραμπέχω''': ἢ -ίσχω, μέλλ. -αμφέξω: ἀόριστ. -ήμπισχον. Παρακαλύπτω, οὐ τὸ [[σῶμα]] παρήμπισχεν, ἀλλὰ τὴν τοῦ σώματος αἰσχύνην Ἀλκιδάμ. ἐν Ἀριστ. Ρητορ. 3. 3, 3. 2) [[κρύπτω]], οὐδὲν δεῖ παραμπίσχειν λόγους Εὐρ. Μήδ. 282 ([[ἔνθα]] ὁ Ἕρμανν. οὐ γὰρ ἀμπέχειν)· [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, παρακαλύπτομαι, [[προφασίζομαι]], μετ’ αἰτ. Ἱππ. 301. 40.
|lstext='''παραμπέχω''': ἢ -ίσχω, μέλλ. -αμφέξω: ἀόριστ. -ήμπισχον. Παρακαλύπτω, οὐ τὸ [[σῶμα]] παρήμπισχεν, ἀλλὰ τὴν τοῦ σώματος αἰσχύνην Ἀλκιδάμ. ἐν Ἀριστ. Ρητορ. 3. 3, 3. 2) [[κρύπτω]], οὐδὲν δεῖ παραμπίσχειν λόγους Εὐρ. Μήδ. 282 ([[ἔνθα]] ὁ Ἕρμανν. οὐ γὰρ ἀμπέχειν)· [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, παρακαλύπτομαι, [[προφασίζομαι]], μετ’ αἰτ. Ἱππ. 301. 40.
}}
{{bailly
|btext=alléguer, donner en prétexte, acc..<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ἀμπέχω]].
}}
}}