Anonymous

ὄνειαρ: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_5)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὄνειαρ''': ᾰτος, τό, ([[ὀνίνημι]]) Ἐπικ. [[λέξις]], [[ὄφελος]], [[βοήθεια]], [[κέρδος]], [[ἐπικουρία]], [[ὠφέλημα]], Ἰλ. Χ. 433, 486, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 820, κτλ. 2) [[μέσον]] ἐνισχύσεως τῶν δυνάμεων, ἀναψυκτικόν, Ὀδ. Δ. 444., Ο. 78, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 41˙ στιβάδεσσιν [[ὄνειαρ]], καλὸν διὰ στιβάδας, στρωμνάς, Θεόκρ. 13. 34˙ ― [[ὅθεν]] 3) ἐν τῷ πληθ. ὀνείᾰτα, τροφαί, ἐδέσματα, φαγητά, συχνὸν παρ’ Ὁμ. ([[μάλιστα]] ἐν Ὀδ.) ἐν τῷ στίχῳ, οἱ δ’ ἐπ’ ὀνείαθ’ ἑτοῖμα προκείμενα χεῖρας ἴαλλον Ἰλ. Ι. 91˙ ― [[οὕτως]] ἐκαλοῦντο καὶ τὰ πλούσια δῶρα, τοσσάδ’ ὀνείατ’ ἄγων Ἰλ. Ω. 367. 4) ἐπὶ προσώπων, πᾶσιν [[ὄνειαρ]], ἐπὶ τοῦ Ἕκτορος, Ἰλ. Χ. 433˙ [[πῆμα]] κακὸς [[γείτων]], ὅσσον τ’ ἀγαθὸς μέγ’ [[ὄνειαρ]] Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 344˙ ― περὶ τοῦ ἐν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 270, ἴδε [[ὄναρ]] ΙΙΙ. ΙΙ. ἀντὶ [[ὄναρ]], [[ὄνειρον]], Καλλ. ἐν Ἀνθ. Π. 6. 310, πρβλ. 7. 42.
|lstext='''ὄνειαρ''': ᾰτος, τό, ([[ὀνίνημι]]) Ἐπικ. [[λέξις]], [[ὄφελος]], [[βοήθεια]], [[κέρδος]], [[ἐπικουρία]], [[ὠφέλημα]], Ἰλ. Χ. 433, 486, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 820, κτλ. 2) [[μέσον]] ἐνισχύσεως τῶν δυνάμεων, ἀναψυκτικόν, Ὀδ. Δ. 444., Ο. 78, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 41˙ στιβάδεσσιν [[ὄνειαρ]], καλὸν διὰ στιβάδας, στρωμνάς, Θεόκρ. 13. 34˙ ― [[ὅθεν]] 3) ἐν τῷ πληθ. ὀνείᾰτα, τροφαί, ἐδέσματα, φαγητά, συχνὸν παρ’ Ὁμ. ([[μάλιστα]] ἐν Ὀδ.) ἐν τῷ στίχῳ, οἱ δ’ ἐπ’ ὀνείαθ’ ἑτοῖμα προκείμενα χεῖρας ἴαλλον Ἰλ. Ι. 91˙ ― [[οὕτως]] ἐκαλοῦντο καὶ τὰ πλούσια δῶρα, τοσσάδ’ ὀνείατ’ ἄγων Ἰλ. Ω. 367. 4) ἐπὶ προσώπων, πᾶσιν [[ὄνειαρ]], ἐπὶ τοῦ Ἕκτορος, Ἰλ. Χ. 433˙ [[πῆμα]] κακὸς [[γείτων]], ὅσσον τ’ ἀγαθὸς μέγ’ [[ὄνειαρ]] Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 344˙ ― περὶ τοῦ ἐν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 270, ἴδε [[ὄναρ]] ΙΙΙ. ΙΙ. ἀντὶ [[ὄναρ]], [[ὄνειρον]], Καλλ. ἐν Ἀνθ. Π. 6. 310, πρβλ. 7. 42.
}}
{{bailly
|btext=ὀνείατος (τό) :<br /><b>I.</b> utilité, profit, avantage;<br /><b>II.</b> τὰ [[ὀνείατα]];<br /><b>1</b> aliments, mets;<br /><b>2</b> biens <i>en gén.</i><br />'''Étymologie:''' [[ὀνίνημι]].
}}
}}