Anonymous

φολίς: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_12)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φολίς''': -ίδος, ἡ, «λέπι» τῶν ἑρπετῶν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ λεπὶς τῶν ἰχθύων, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 6, 4, περὶ Ζ. Μορ. 4. 11, 7, πρβλ. Ὀππ. Κυν. 3. 458 εἰ καὶ ἐναλλάσσονται [[ἐνίοτε]], Διόδ. 17. 105, κτλ.· ― φ. χαλκοῦ Ἱππ. 689. 10. ΙΙ. [[κηλὶς]] ἢ [[στίγμα]] τοῦ δέρματος λεοπαρδάλεως ἢ τοῦ [[πάνθηρος]], Ἡλιόδ.· [[ὅθεν]] πᾶν [[στίγμα]] ὡς αἱ λέξ. κηλίς, [[σπιλάς]], Ἀππ. Ρόδ. Α 221. ΙΙ. φολὶς [[λιθοκόλλητος]], ὀροφὴ ἁρμαμάξης κεκοσμημένη διὰ ψηφοθετημάτων, Διόδ. 18. 26. (Πιθαν. συγγενὲς τῷ [[φλόος]], ὡς λεπὶς τῷ [[λέπω]], [[λοπός]]).
|lstext='''φολίς''': -ίδος, ἡ, «λέπι» τῶν ἑρπετῶν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ λεπὶς τῶν ἰχθύων, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 6, 4, περὶ Ζ. Μορ. 4. 11, 7, πρβλ. Ὀππ. Κυν. 3. 458 εἰ καὶ ἐναλλάσσονται [[ἐνίοτε]], Διόδ. 17. 105, κτλ.· ― φ. χαλκοῦ Ἱππ. 689. 10. ΙΙ. [[κηλὶς]] ἢ [[στίγμα]] τοῦ δέρματος λεοπαρδάλεως ἢ τοῦ [[πάνθηρος]], Ἡλιόδ.· [[ὅθεν]] πᾶν [[στίγμα]] ὡς αἱ λέξ. κηλίς, [[σπιλάς]], Ἀππ. Ρόδ. Α 221. ΙΙ. φολὶς [[λιθοκόλλητος]], ὀροφὴ ἁρμαμάξης κεκοσμημένη διὰ ψηφοθετημάτων, Διόδ. 18. 26. (Πιθαν. συγγενὲς τῷ [[φλόος]], ὡς λεπὶς τῷ [[λέπω]], [[λοπός]]).
}}
{{bailly
|btext=ίδος (ἡ) :<br /><b>1</b> écaille;<br /><b>2</b> tache de la peau, moucheture.<br />'''Étymologie:''' DELG rien de clair.
}}
}}