Anonymous

ἐπημύω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_2)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπημύω''': [[κλίνω]] πρὸς τὰ [[κάτω]], κάμπτομαι, «γέρνω», ἐπὶ δ’ ἠμύει ἀσταχύεσσιν (ἐξυπ. τὸ λήϊον) Ἰλ. Β. 148, πρβλ. Νικ. Θ. 870, κλ. Περὶ τῆς ποσότητος ἴδε [[ἠμύω]].
|lstext='''ἐπημύω''': [[κλίνω]] πρὸς τὰ [[κάτω]], κάμπτομαι, «γέρνω», ἐπὶ δ’ ἠμύει ἀσταχύεσσιν (ἐξυπ. τὸ λήϊον) Ἰλ. Β. 148, πρβλ. Νικ. Θ. 870, κλ. Περὶ τῆς ποσότητος ἴδε [[ἠμύω]].
}}
{{bailly
|btext=se pencher.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ἠμύω]].
}}
}}