Anonymous

ἐθνάρχης: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_19)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐθνάρχης''': -ου, ὁ, ὁ ἄρχων ἔθνους ἢ λαοῦ, Λουκ. Μακρόβ. 17. 2· [[νομάρχης]]. Ἐπιστ. π. Κορινθ. ια΄, 32. ΙΙ. ἄρχων Ῥωμαίων μισθοφόρων. Σκυλίτζ. σ. 787.
|lstext='''ἐθνάρχης''': -ου, ὁ, ὁ ἄρχων ἔθνους ἢ λαοῦ, Λουκ. Μακρόβ. 17. 2· [[νομάρχης]]. Ἐπιστ. π. Κορινθ. ια΄, 32. ΙΙ. ἄρχων Ῥωμαίων μισθοφόρων. Σκυλίτζ. σ. 787.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />gouverneur <i>ou</i> chef d’un peuple.<br />'''Étymologie:''' [[ἔθνος]], [[ἄρχω]].
}}
}}