Anonymous

ἔλαιος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_14)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἔλαιος''': ὁ, = [[κότινος]], ἡ ἀγρία [[ἐλαία]], «ἀγριοελῃά», Λατ. oleaster, [[ἄγριος]] ἔλ. Πινδ. Ἀποσπ. 21, Σοφ. Τρ. 1197· ἴδε τὴν λ. ἄρρην, καὶ πρβλ. Θεοφρ. π. τὰ Φυτ. Ἱστ. 2. 2, 12. ΙΙ. ἐλαιός (ὀξύτ.), ὁ, [[εἶδος]] αἰγιθάλλου, μελισσοφάγου, Ἀλέξ. Μύνδιος παρ’ Ἀθην. 65Β ([[ἔνθα]] τὰ χειρόγρ. ἔχουσιν [[ἔλαιον]], πιθανῶς ἐσφ. γραφ. ἀντὶ [[ἐλεᾶς]]). 2) Ροδία λέξ. ἀντὶ [[φαρμακεύς]], Ἡσύχ.
|lstext='''ἔλαιος''': ὁ, = [[κότινος]], ἡ ἀγρία [[ἐλαία]], «ἀγριοελῃά», Λατ. oleaster, [[ἄγριος]] ἔλ. Πινδ. Ἀποσπ. 21, Σοφ. Τρ. 1197· ἴδε τὴν λ. ἄρρην, καὶ πρβλ. Θεοφρ. π. τὰ Φυτ. Ἱστ. 2. 2, 12. ΙΙ. ἐλαιός (ὀξύτ.), ὁ, [[εἶδος]] αἰγιθάλλου, μελισσοφάγου, Ἀλέξ. Μύνδιος παρ’ Ἀθην. 65Β ([[ἔνθα]] τὰ χειρόγρ. ἔχουσιν [[ἔλαιον]], πιθανῶς ἐσφ. γραφ. ἀντὶ [[ἐλεᾶς]]). 2) Ροδία λέξ. ἀντὶ [[φαρμακεύς]], Ἡσύχ.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />olivier sauvage, <i>plante</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἐλαία]].<br /><i><b>Syn.</b></i> [[ἀγριέλαιος]], [[κότινος]], [[πυρκαϊά]], [[φυλία]].
}}
}}