Anonymous

στροβητός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_10)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''στροβητός''': -ή, -όν, γυριστός, στρημμένος, Λουκ. Τραγ. 12. - Ἐπίρρ. στροβητῶς, «[[τεταραγμένως]]» Ἡσύχ.
|lstext='''στροβητός''': -ή, -όν, γυριστός, στρημμένος, Λουκ. Τραγ. 12. - Ἐπίρρ. στροβητῶς, «[[τεταραγμένως]]» Ἡσύχ.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />entraîné par un mouvement tournant.<br />'''Étymologie:''' [[στροβέω]].
}}
}}