Anonymous

ὑψικάρηνος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_18)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑψῐκάρηνος''': -ον, ὁ ἔχων ὑψηλὴν κορυφήν, ἢ ἐλάται ἡὲ δρύες ὑψικάρηνοι Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀφρ. 265· [[ἄγκος]] ὑψικάρηνον Ποιητὴς παρὰ Σουΐδ. ἐν λέξ. [[ἄγκος]].
|lstext='''ὑψῐκάρηνος''': -ον, ὁ ἔχων ὑψηλὴν κορυφήν, ἢ ἐλάται ἡὲ δρύες ὑψικάρηνοι Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀφρ. 265· [[ἄγκος]] ὑψικάρηνον Ποιητὴς παρὰ Σουΐδ. ἐν λέξ. [[ἄγκος]].
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />à la tête <i>ou</i> à la cime élevée.<br />'''Étymologie:''' [[ὕψι]], [[κάρηνον]].
}}
}}