Anonymous

καρτερόχειρ: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_6)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καρτερόχειρ''': ειρος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων ἰσχυρὰν χεῖρα, Ἄρης Ὁμ. Ὑμν. 7. 3· βασιλεὺς Ἀνθ. Π. 9. 210.
|lstext='''καρτερόχειρ''': ειρος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων ἰσχυρὰν χεῖρα, Ἄρης Ὁμ. Ὑμν. 7. 3· βασιλεὺς Ἀνθ. Π. 9. 210.
}}
{{bailly
|btext=χειρος (ὁ, ἡ)<br />aux fortes mains, aux mains puissantes.<br />'''Étymologie:''' [[καρτερός]], [[χείρ]].
}}
}}