Anonymous

μύλλος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_14)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μύλλος''': ὁ, [[ἐδώδιμος]] [[ἰχθὺς]] [[θαλάσσιος]] [[διάφορος]] τοῦ Λατ. mullus, κοινῶς μυλοκόπι, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 365, Ἔφιππος ἐν «Κύδωνι» 1. 4· ἐκομίζετο παστὸς ἐκ τοῦ Εὐξείνου πόντου, Γαλην. περὶ τροφῶν δυνάμ. 3, ἴδε Ξεν. κ. Γαλην. περὶ τῆς ἀπὸ τῶν Ἐνύδρ. τροφ. σ. 36, 42, 43, 57, 167, 201, ἔκδ. Κοραῆ, ἀλλ’ εὑρίσκετο καὶ ἐν τῷ Δουνάβει, Αἰλ. π. Ζ. 14. 23· [[μύλος]] [ῠ] ἐν Ὀππ. Ἁλ. 1. 130· ὅτε δὲ ἦτο [[μέγας]], λέγεται ὅτι ἐκαλεῖτο [[πλατίστακος]], πρβλ. Δωρίωνα παρ’ Ἀθην. 118C, D.
|lstext='''μύλλος''': ὁ, [[ἐδώδιμος]] [[ἰχθὺς]] [[θαλάσσιος]] [[διάφορος]] τοῦ Λατ. mullus, κοινῶς μυλοκόπι, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 365, Ἔφιππος ἐν «Κύδωνι» 1. 4· ἐκομίζετο παστὸς ἐκ τοῦ Εὐξείνου πόντου, Γαλην. περὶ τροφῶν δυνάμ. 3, ἴδε Ξεν. κ. Γαλην. περὶ τῆς ἀπὸ τῶν Ἐνύδρ. τροφ. σ. 36, 42, 43, 57, 167, 201, ἔκδ. Κοραῆ, ἀλλ’ εὑρίσκετο καὶ ἐν τῷ Δουνάβει, Αἰλ. π. Ζ. 14. 23· [[μύλος]] [ῠ] ἐν Ὀππ. Ἁλ. 1. 130· ὅτε δὲ ἦτο [[μέγας]], λέγεται ὅτι ἐκαλεῖτο [[πλατίστακος]], πρβλ. Δωρίωνα παρ’ Ἀθην. 118C, D.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />mulet, <i>poisson</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. douteuse, pê [[μέλας]].
}}
}}