Anonymous

ἀποστεγάζω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_1)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποστεγάζω''': [[ἀποκαλύπτω]], «ξεσκεπάζω», πυκινὸν ῥόον Ἐμπεδ. 356, [[ὡσαύτως]] Ἀριστ. Πρβλ. 20. 14, 1· ἀπ. τὸ [[ἱερόν]], ἀφαιρῶ τὴν στέγην [[αὐτοῦ]], Στράβ. 198· ἀπ. τὸ [[τρῆμα]], ἀνοίγω αὐτό, Σωτάδ. Μαρωνίτης παρ’ Ἀθην. 621Β., ἀπεστέγασαν τὴν στέγην Εὐαγγ. κ. Μάρκ. β΄, 4. ΙΙ. = [[ἀποστέγω]] Ι, [[στεγάζω]] [[καλῶς]], [[σκεπάζω]], Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 5. 6, 5.
|lstext='''ἀποστεγάζω''': [[ἀποκαλύπτω]], «ξεσκεπάζω», πυκινὸν ῥόον Ἐμπεδ. 356, [[ὡσαύτως]] Ἀριστ. Πρβλ. 20. 14, 1· ἀπ. τὸ [[ἱερόν]], ἀφαιρῶ τὴν στέγην [[αὐτοῦ]], Στράβ. 198· ἀπ. τὸ [[τρῆμα]], ἀνοίγω αὐτό, Σωτάδ. Μαρωνίτης παρ’ Ἀθην. 621Β., ἀπεστέγασαν τὴν στέγην Εὐαγγ. κ. Μάρκ. β΄, 4. ΙΙ. = [[ἀποστέγω]] Ι, [[στεγάζω]] [[καλῶς]], [[σκεπάζω]], Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 5. 6, 5.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> ôter le toit, découvrir ; ouvrir;<br /><b>2</b> recouvrir.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[στεγάζω]].
}}
}}