Anonymous

κατάπαστος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_17)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατάπαστος''': -ον, κατερραντισμένος, πασπαλισμένος, κεκαλυμμένος, στεφάνοις Ἀριστοφ. Ἱππ. 502· [[κατάμεστος]], ἠδυσματίοις Τηλεκλείδ. «ἐν Ἀμφικτ.» 1, πρβλ. Ἀρχέστρ. παρ’ Ἀθην. 321C· 2) κεντημένος, πεποικιλμένος, Ἀριστοφ. Ἱππ. 968· ἁλουργὶς κ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 968· χιτὼν χρυσῷ κ. Δίων. Κ. 72, 17· χρυσαῖς ἀκτῖσι Ἡλιόδ., πρβλ. 10, 9· κ. χιτῶνες ἀγαλμάτων Ἀριστείδ. 1. 231· «καππαστόν· ποικίλον» Ἡσύχ.
|lstext='''κατάπαστος''': -ον, κατερραντισμένος, πασπαλισμένος, κεκαλυμμένος, στεφάνοις Ἀριστοφ. Ἱππ. 502· [[κατάμεστος]], ἠδυσματίοις Τηλεκλείδ. «ἐν Ἀμφικτ.» 1, πρβλ. Ἀρχέστρ. παρ’ Ἀθην. 321C· 2) κεντημένος, πεποικιλμένος, Ἀριστοφ. Ἱππ. 968· ἁλουργὶς κ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 968· χιτὼν χρυσῷ κ. Δίων. Κ. 72, 17· χρυσαῖς ἀκτῖσι Ἡλιόδ., πρβλ. 10, 9· κ. χιτῶνες ἀγαλμάτων Ἀριστείδ. 1. 231· «καππαστόν· ποικίλον» Ἡσύχ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> saupoudré, jonché, couvert de, τινι;<br /><b>2</b> brodé de, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[καταπάσσω]].
}}
}}