Anonymous

ἐπαγωνίζομαι: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_5)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπαγωνίζομαι''': Ἀποθ., ἁμιλλῶμαι [[πρός]] τινα, ἐπαγωνιζόμενος τῷ Ἀννίβᾳ Πλουτ. Φάβ. 23, Φιλόστρ. 538. 2) [[μετὰ]] δοτ. πράγμ., [[ἀγωνίζομαι]] ὑπέρ τινος πράγματος, Συλλ. Ἐπιγρ. 2335. 19, Ἐπιστολ. Ἰούδα, 3· ἀπολ., Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 3. 93: ― ἑτέροις [[ἔξωθεν]]... τεκμηρίοις, δυνάμει ἑτέρων [[ἔξωθεν]] τεκμηρίων, Πλουτ. Νουμ. 8.
|lstext='''ἐπαγωνίζομαι''': Ἀποθ., ἁμιλλῶμαι [[πρός]] τινα, ἐπαγωνιζόμενος τῷ Ἀννίβᾳ Πλουτ. Φάβ. 23, Φιλόστρ. 538. 2) [[μετὰ]] δοτ. πράγμ., [[ἀγωνίζομαι]] ὑπέρ τινος πράγματος, Συλλ. Ἐπιγρ. 2335. 19, Ἐπιστολ. Ἰούδα, 3· ἀπολ., Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 3. 93: ― ἑτέροις [[ἔξωθεν]]... τεκμηρίοις, δυνάμει ἑτέρων [[ἔξωθεν]] τεκμηρίων, Πλουτ. Νουμ. 8.
}}
{{bailly
|btext=<i>ao.</i> ἐπαγωνισάμην;<br /><b>1</b> lutter en s’appuyant sur : ἐπ. τεκμηρίοις PLUT s’appuyer sur des témoignages pour soutenir une opinion;<br /><b>2</b> lutter de nouveau : τινι contre qqn;<br /><b>3</b> faire assaut de : ταῖς νίκαις PLUT faire assaut de victoires.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ἀγωνίζομαι]].
}}
}}