Anonymous

κατασκευαστικός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_11)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατασκευαστικός''': -ή, -όν, ἱκανὸς [[ὅπως]] κατασκευάσῃ, τινος π. Ἀρετ. 5. 5· «ἤθους [[ταῦτα]] κ.» Σχολ. εἰς Λουκ. Ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. Κ. 10. 2) ἐν τῇ λογ., κατασκευάζων ἱδρύων τι ἢ βεβαιώνων, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ [[ἀναιρετικός]] ([[λυτικός]]), ἐνθυμήματα κ., ἀντίθ. τῷ ἀνασκευαστικὰ (Ἑρμογ.), Ἀριστ. Ρητ. 2. 26, 3· [[οὕτως]], ἐπίρ., -κῶς ὁ αὐτ. ἐν Ἀναλυτ. Προτ. 1. 46, 12· ἀντίθετον τῷ ἀνασκευαστικῶς, [[αὐτόθι]], 13· πρβλ. [[κατασκευάζω]] 5.
|lstext='''κατασκευαστικός''': -ή, -όν, ἱκανὸς [[ὅπως]] κατασκευάσῃ, τινος π. Ἀρετ. 5. 5· «ἤθους [[ταῦτα]] κ.» Σχολ. εἰς Λουκ. Ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. Κ. 10. 2) ἐν τῇ λογ., κατασκευάζων ἱδρύων τι ἢ βεβαιώνων, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ [[ἀναιρετικός]] ([[λυτικός]]), ἐνθυμήματα κ., ἀντίθ. τῷ ἀνασκευαστικὰ (Ἑρμογ.), Ἀριστ. Ρητ. 2. 26, 3· [[οὕτως]], ἐπίρ., -κῶς ὁ αὐτ. ἐν Ἀναλυτ. Προτ. 1. 46, 12· ἀντίθετον τῷ ἀνασκευαστικῶς, [[αὐτόθι]], 13· πρβλ. [[κατασκευάζω]] 5.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />propre à confirmer, à affirmer, à décider.<br />'''Étymologie:''' [[κατασκευάζω]].
}}
}}