3,277,206
edits
(6_23) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πομπεύω''': Ἰων. παρατ. πομπεύεσκε Θεόκρ. 2. 68· ([[πομπή]])· [[παραπέμπω]], [[συνοδεύω]] π. χ. ὡς [[ὁδηγός]], Ὀδ. Ν. 422, Ἤριννα 2· [[εἴπερ]] Ἑρμοῦ τήνδε [[πομπεύω]] τέχνην, ἐὰν [[κάμνω]] τὸ [[μέρος]] τοῦ Ἑρμοῦ τοῦτο, Σοφ. Τρ. 620. ΙΙ. ἄγω πομπήν, π. πομπήν, Λατ. pompam ducere, παρὰ Δημ. 522. 3, Πολυβ. 6. 39, 9, κτλ.· κατὰ [[κάλλος]] π. Συλλ. Ἐπιγρ. 3593. 27· ― Παθ., ὁδηγοῦμαι ἐν θριάμβῳ (ἐν Ρώμῃ), Πλουτ. Αἰμίλ. 34, πρβλ. Φλαμιν. 14, κτλ.· ― μεταφορ., πομπωδῶς ἐπιδεικνύω, μόνον μὴ πόμπευε αὐτὴν (τὴν ἀρχὴν) Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 34, 118. 2) ἀπολ., πορεύομαι ἐν πομπῇ, Δημ. 572. 27, Ἀριστ. π. Ζ. Πορείας 14, 3, Θεόκρ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ― μεταφορ., ἐπιδεικτικῶς βαίνω, Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 12. 2. ΙΙΙ. [[σκώπτω]], [[ὑβρίζω]] διὰ χυδαίων σκωμμάτων (πρβλ. [[πομπεία]] ΙΙ), ἀντίθετ. τῷ κατηγορεῖν, Δημ. 268. 25· εἴς τινα Φιλόστρ. 684. IV. ἐν [[Ἡρακλ]]. Ἀλληγ. 4, = [[ἑρμηνεύω]]. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 201, καὶ ἐν Ἀθηνὰς τ. Γ΄, σ. 381. | |lstext='''πομπεύω''': Ἰων. παρατ. πομπεύεσκε Θεόκρ. 2. 68· ([[πομπή]])· [[παραπέμπω]], [[συνοδεύω]] π. χ. ὡς [[ὁδηγός]], Ὀδ. Ν. 422, Ἤριννα 2· [[εἴπερ]] Ἑρμοῦ τήνδε [[πομπεύω]] τέχνην, ἐὰν [[κάμνω]] τὸ [[μέρος]] τοῦ Ἑρμοῦ τοῦτο, Σοφ. Τρ. 620. ΙΙ. ἄγω πομπήν, π. πομπήν, Λατ. pompam ducere, παρὰ Δημ. 522. 3, Πολυβ. 6. 39, 9, κτλ.· κατὰ [[κάλλος]] π. Συλλ. Ἐπιγρ. 3593. 27· ― Παθ., ὁδηγοῦμαι ἐν θριάμβῳ (ἐν Ρώμῃ), Πλουτ. Αἰμίλ. 34, πρβλ. Φλαμιν. 14, κτλ.· ― μεταφορ., πομπωδῶς ἐπιδεικνύω, μόνον μὴ πόμπευε αὐτὴν (τὴν ἀρχὴν) Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 34, 118. 2) ἀπολ., πορεύομαι ἐν πομπῇ, Δημ. 572. 27, Ἀριστ. π. Ζ. Πορείας 14, 3, Θεόκρ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ― μεταφορ., ἐπιδεικτικῶς βαίνω, Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 12. 2. ΙΙΙ. [[σκώπτω]], [[ὑβρίζω]] διὰ χυδαίων σκωμμάτων (πρβλ. [[πομπεία]] ΙΙ), ἀντίθετ. τῷ κατηγορεῖν, Δημ. 268. 25· εἴς τινα Φιλόστρ. 684. IV. ἐν [[Ἡρακλ]]. Ἀλληγ. 4, = [[ἑρμηνεύω]]. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 201, καὶ ἐν Ἀθηνὰς τ. Γ΄, σ. 381. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<b>I.</b> <i>tr.</i> <b>1</b> escorter, conduire, guider;<br /><b>2</b> pratiquer en qualité de conducteur, de guide;<br /><b>3</b> mener en procession ; <i>Pass.</i> être conduit en procession <i>ou</i> en triomphe;<br /><b>II.</b> <i>intr.</i> <b>1</b> marcher en procession, en pompe;<br /><b>2</b> marcher librement, prendre de grands airs;<br /><b>3</b> se répandre en invectives, en injures (v. [[πομπεία]]).<br />'''Étymologie:''' [[πομπή]]. | |||
}} | }} |