Anonymous

ἀπείλημα: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_5)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπείλημα''': -ατος, τὸ, = ἀπειλή, κατὰ πληθ., Σοφ. Ο. Κ. 660, Νικήτ. Χων. 281.
|lstext='''ἀπείλημα''': -ατος, τὸ, = ἀπειλή, κατὰ πληθ., Σοφ. Ο. Κ. 660, Νικήτ. Χων. 281.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />menace.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπειλέω]].
}}
}}