Anonymous

ἀπαυράω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_2)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπαυράω''': [[οὐδαμοῦ]] κατ’ ἐνεστῶτα: παρατ. [[ἀπηύρων]], ας, α, [[μετὰ]] σημασ. ἀορ., Ὅμ., πληθ. [[ἀπηύρων]] Ἰλ. Α. 430: μετοχ. τύπου ἀορ. [[ἀπούρας]] (ὡς εἰ ἐκ ῥήμ. ἀπούρημι), Ὅμ., Δωρ. ἀπούραις Πινδ. Π. 4. 265: ἀόρ. μέσ. ἀπηύρατο, διάφ. γραφ. ἐν Ὀδ. Δ. 646· καὶ μετοχ. ἀπουράμενος Ἡσ. Ἀσπ. 173: περὶ τοῦ μέλλ. ἀπουρήσω ἴδε ἐν. λ. [[ἀπουρίζω]], ἀφαιρῶ, ἀποσπῶ, [[ἁρπάζω]], [[μετὰ]] διπλ. αἰτ. προσ. καὶ πράγμ., [[ἄμφω]] θυμὸν ἀπηύρα Ἰλ. Ζ. 17· ἀπαλόν τε σφ’ [[ἦτορ]] ἀπηύρα Λ. 115· τοὺς μὲν Τυδείδης… τεύχε’ ἀπηύρα [[αὐτόθι]] 334· λάθον δὲ ἑ θυμὸν [[ἀπούρας]] Ν. 270, κτλ. 2) [[μετὰ]] γεν. προσ., Ἀχιλῆος [[γέρας]] αὐτὸς [[ἀπηύρων]] Τ. 89· κούρην… Ἀχιλῆος ἔβης [[κλισίηθεν]] [[ἀπούρας]] Ι. 107· πρβλ. Ὀδ. Σ. 273· τὴν ῥα βίῃ ἀέκοντος [[ἀπηύρων]] Ἰλ. Α 430· ἀλλ’ ἐν. Ὀδ. Δ. 646 ἤ σε βίῃ ἀέκοντος ἀπηύρα νῆα, ἡ [[σύνταξις]] φαίνεται ἀναμεμιγμένη, ὡς ἐὰν [[ἀντί]] σε εἶχεν εἰπεῖ σοῦ, ἢ ὡς ἐὰν τὸ ἀέκοντος ἔπρεπε νὰ ἦτο ἀέκοντα (ὡς ἀναγινώσκει ὁ Laroche). 3) [[μετὰ]] δοτ. προσώπου, πολέσσιν… θυμὸν ἀπηύρα Ἰλ. Ρ. 236· οἱ οὔτιν’ ἀπηύρα Ὀδ. Γ. 192. 4) μετ’ αἰτ μόνον, ἔχει [[γέρας]] αὐτὸς [[ἀπούρας]] Ἰλ. Α. 356, 507· ἐλεύθερον [[ἦμαρ]] ἀπ. Ζ. 445, κτλ.: - Μέσ., ἀπουράμενοι ψυχάς, ἀπολέσαντες τὴν ζωήν των ἢ ἀφαιρέσαντες [[ἀλλήλων]] τὴν ζωήν, Ἡσ. Ἀσπ. 173. ΙΙ. μεθ’ Ὅμ., [[δέχομαι]] καλὸν ἢ κακόν, [[ἀπολαύω]] ἢ [[ὑποφέρω]]· οὕτω κατὰ πρῶτον ἐν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 238· ξύμπασα [[πόλις]] κακοῦ ἀνδρὸς ἀπηύρα ([[ἔνθα]] τινὲς ἀναγινώσκουσιν ἐπαυρεῖ)· ἀλλ’ ὁ Εὐρ. ἐν Ἀνδρ. 1029 ἔχει ἀπηύρα τι [[πρός]] τινος [[ἄνευ]] ἑτέρας γραφ., πρβλ. Βουττμ. ἐν λ. 12. - Περὶ τῶν χωρίων ἐν Αἰσχύλ. Πρ. 28, καὶ Ἱππ. Ὅρκ. ἴδε ἐν λ. ἐπαυρίσκομαι. (Ἡ [[ῥίζα]] τοῦ παλαιοῦ τούτου Ἐπ. ῥήματος δὲν εὑρίσκεται ἐν τῷ ἁπλῷ τούτῳ. Ὁ Ahrens ὑποθέτει ὅτι τὸ υ παριστᾷ F, [[ὥστε]] τὸ [[ῥῆμα]] ἔπρεπε νὰ ἦτο ἀπο-ϝράω ἢ ἀπαϝράω (πρβλ. ῥύω, ἐρύω), καὶ τὸ μὲν [[ἀπούρας]] γίνεται ἐκ τοῦ πρώτου , τὸ δὲ [[ἀπηύρων]] ἐκ τοῦ δευτέρου. Ἀλλὰ τί [[εἶναι]] ἡ √ϜΡΑ ἢ ΑϜΡΑ διατελεῖ ἄγνωστον καὶ ἀβέβαιον. Ὁ Κούρτιος μετά τινος δισταγμοῦ σχετίζει αὐτὴν πρὸς τὸ ἀπόϝερσε, ἴδε [[ἀπόερσε]]).
|lstext='''ἀπαυράω''': [[οὐδαμοῦ]] κατ’ ἐνεστῶτα: παρατ. [[ἀπηύρων]], ας, α, [[μετὰ]] σημασ. ἀορ., Ὅμ., πληθ. [[ἀπηύρων]] Ἰλ. Α. 430: μετοχ. τύπου ἀορ. [[ἀπούρας]] (ὡς εἰ ἐκ ῥήμ. ἀπούρημι), Ὅμ., Δωρ. ἀπούραις Πινδ. Π. 4. 265: ἀόρ. μέσ. ἀπηύρατο, διάφ. γραφ. ἐν Ὀδ. Δ. 646· καὶ μετοχ. ἀπουράμενος Ἡσ. Ἀσπ. 173: περὶ τοῦ μέλλ. ἀπουρήσω ἴδε ἐν. λ. [[ἀπουρίζω]], ἀφαιρῶ, ἀποσπῶ, [[ἁρπάζω]], [[μετὰ]] διπλ. αἰτ. προσ. καὶ πράγμ., [[ἄμφω]] θυμὸν ἀπηύρα Ἰλ. Ζ. 17· ἀπαλόν τε σφ’ [[ἦτορ]] ἀπηύρα Λ. 115· τοὺς μὲν Τυδείδης… τεύχε’ ἀπηύρα [[αὐτόθι]] 334· λάθον δὲ ἑ θυμὸν [[ἀπούρας]] Ν. 270, κτλ. 2) [[μετὰ]] γεν. προσ., Ἀχιλῆος [[γέρας]] αὐτὸς [[ἀπηύρων]] Τ. 89· κούρην… Ἀχιλῆος ἔβης [[κλισίηθεν]] [[ἀπούρας]] Ι. 107· πρβλ. Ὀδ. Σ. 273· τὴν ῥα βίῃ ἀέκοντος [[ἀπηύρων]] Ἰλ. Α 430· ἀλλ’ ἐν. Ὀδ. Δ. 646 ἤ σε βίῃ ἀέκοντος ἀπηύρα νῆα, ἡ [[σύνταξις]] φαίνεται ἀναμεμιγμένη, ὡς ἐὰν [[ἀντί]] σε εἶχεν εἰπεῖ σοῦ, ἢ ὡς ἐὰν τὸ ἀέκοντος ἔπρεπε νὰ ἦτο ἀέκοντα (ὡς ἀναγινώσκει ὁ Laroche). 3) [[μετὰ]] δοτ. προσώπου, πολέσσιν… θυμὸν ἀπηύρα Ἰλ. Ρ. 236· οἱ οὔτιν’ ἀπηύρα Ὀδ. Γ. 192. 4) μετ’ αἰτ μόνον, ἔχει [[γέρας]] αὐτὸς [[ἀπούρας]] Ἰλ. Α. 356, 507· ἐλεύθερον [[ἦμαρ]] ἀπ. Ζ. 445, κτλ.: - Μέσ., ἀπουράμενοι ψυχάς, ἀπολέσαντες τὴν ζωήν των ἢ ἀφαιρέσαντες [[ἀλλήλων]] τὴν ζωήν, Ἡσ. Ἀσπ. 173. ΙΙ. μεθ’ Ὅμ., [[δέχομαι]] καλὸν ἢ κακόν, [[ἀπολαύω]] ἢ [[ὑποφέρω]]· οὕτω κατὰ πρῶτον ἐν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 238· ξύμπασα [[πόλις]] κακοῦ ἀνδρὸς ἀπηύρα ([[ἔνθα]] τινὲς ἀναγινώσκουσιν ἐπαυρεῖ)· ἀλλ’ ὁ Εὐρ. ἐν Ἀνδρ. 1029 ἔχει ἀπηύρα τι [[πρός]] τινος [[ἄνευ]] ἑτέρας γραφ., πρβλ. Βουττμ. ἐν λ. 12. - Περὶ τῶν χωρίων ἐν Αἰσχύλ. Πρ. 28, καὶ Ἱππ. Ὅρκ. ἴδε ἐν λ. ἐπαυρίσκομαι. (Ἡ [[ῥίζα]] τοῦ παλαιοῦ τούτου Ἐπ. ῥήματος δὲν εὑρίσκεται ἐν τῷ ἁπλῷ τούτῳ. Ὁ Ahrens ὑποθέτει ὅτι τὸ υ παριστᾷ F, [[ὥστε]] τὸ [[ῥῆμα]] ἔπρεπε νὰ ἦτο ἀπο-ϝράω ἢ ἀπαϝράω (πρβλ. ῥύω, ἐρύω), καὶ τὸ μὲν [[ἀπούρας]] γίνεται ἐκ τοῦ πρώτου , τὸ δὲ [[ἀπηύρων]] ἐκ τοῦ δευτέρου. Ἀλλὰ τί [[εἶναι]] ἡ √ϜΡΑ ἢ ΑϜΡΑ διατελεῖ ἄγνωστον καὶ ἀβέβαιον. Ὁ Κούρτιος μετά τινος δισταγμοῦ σχετίζει αὐτὴν πρὸς τὸ ἀπόϝερσε, ἴδε [[ἀπόερσε]]).
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>seul. impf.</i> [[ἀπηύρων]] <i>au sens d’un ao.</i><br /><b>1</b> ôter, enlever : τινά [[τι]], τινί [[τι]], <i>rar.</i> τινός [[τι]] qch à qqn;<br /><b>2</b> <i>après Homère</i> recevoir qch de la main de qqn;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἀπαυράομαι-ῶμαι (<i>2ᵉ sg. ao.</i> ἀπηύρω) recueillir le fruit de, gén..<br />'''Étymologie:''' sel. d’autres, [[ἀπηύρων]] impf. d’un verbe éol. *ἀπούραμι, c. [[ἀπουράω]].
}}
}}