Anonymous

ἀξίωσις: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_5)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀξίωσις''': γεν. εως, Ἰων. -ιος, ἡ, ([[ἀξιόω]]), τὸ θεωρεῖν τι ἄξιον, καλόν, τῆς ἀξιώσιος εἵνεκεν τῆς ἐξ [[ἐμεῦ]] γῆμαι, [[ἕνεκα]] τοῦ ὅτι νομίζεις ἄξιον νὰ λάβῃς γυναῖκα ἐκ τῆς ἐμῆς οἰκογενείας, Ἡρόδ. 6. 130. 2) τὸ νὰ θεωρῆταί τις [[ἄξιος]], ἡ [[ὑπόληψις]], ὁ [[χαρακτήρ]] τινος, διὰ τὴν προϋπάρχουσαν ἀξ. Θουκ. 1. 138· τὴν ἀξ. μὴ ἀφανίζειν ὁ αὐτ. 2. 61: ἡ πραγματικὴ [[ἀξία]] πράγματός τινος, τὸ ἔξοχον, ἡ [[ὑπεροχή]], Schäf Διον. π. Συνθέσ. σ. 54. ΙΙ. [[ἀπαίτησις]], [[ἀξίωσις]] βασιζομένη ἐπὶ λόγων ἀξίας (κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴ [[χρεία]], ἥτις στηρίζεται ἐπὶ λόγων ἀνάγκης), Θουκ. 1. 37· ἀξ. χάριτος αὐτ. 41, πρβλ. Πολύβ. 1. 67, 10, κτλ.· ὡς ἀπὸ τῆς ὑπαρχούσης ἀξ. Θουκ. 6. 54. ΙΙΙ. τὸ νομίζειν καλόν, γνώμη, [[ἀρχή]], [[ἀξίωμα]], τὴν ἀξ. ταύτην εἰλήφεσαν ὁ αὐτ. 2. 88· πρβλ. Αἰσχίν. 85. 17. IV. καὶ τὴν εἰωθυῖαν ἀξίωσιν τῶν ὀνομάτων ἐς τὰ ἔργα ἀντήλλαξεν τῇ δικαιώσει «καὶ τὴν [[ἀνέκαθεν]] συνήθη σημασίαν τῶν λέξεων μετέβαλον ἐν τοῖς ἔργοις τῆς στάσεως, ᾗ ἐδόκει αὐτοῖς δίκαιον πρὸς τὸ [[ἴδιον]] [[πάθος]] (Δούκας) Θουκ. 3. 82.
|lstext='''ἀξίωσις''': γεν. εως, Ἰων. -ιος, ἡ, ([[ἀξιόω]]), τὸ θεωρεῖν τι ἄξιον, καλόν, τῆς ἀξιώσιος εἵνεκεν τῆς ἐξ [[ἐμεῦ]] γῆμαι, [[ἕνεκα]] τοῦ ὅτι νομίζεις ἄξιον νὰ λάβῃς γυναῖκα ἐκ τῆς ἐμῆς οἰκογενείας, Ἡρόδ. 6. 130. 2) τὸ νὰ θεωρῆταί τις [[ἄξιος]], ἡ [[ὑπόληψις]], ὁ [[χαρακτήρ]] τινος, διὰ τὴν προϋπάρχουσαν ἀξ. Θουκ. 1. 138· τὴν ἀξ. μὴ ἀφανίζειν ὁ αὐτ. 2. 61: ἡ πραγματικὴ [[ἀξία]] πράγματός τινος, τὸ ἔξοχον, ἡ [[ὑπεροχή]], Schäf Διον. π. Συνθέσ. σ. 54. ΙΙ. [[ἀπαίτησις]], [[ἀξίωσις]] βασιζομένη ἐπὶ λόγων ἀξίας (κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴ [[χρεία]], ἥτις στηρίζεται ἐπὶ λόγων ἀνάγκης), Θουκ. 1. 37· ἀξ. χάριτος αὐτ. 41, πρβλ. Πολύβ. 1. 67, 10, κτλ.· ὡς ἀπὸ τῆς ὑπαρχούσης ἀξ. Θουκ. 6. 54. ΙΙΙ. τὸ νομίζειν καλόν, γνώμη, [[ἀρχή]], [[ἀξίωμα]], τὴν ἀξ. ταύτην εἰλήφεσαν ὁ αὐτ. 2. 88· πρβλ. Αἰσχίν. 85. 17. IV. καὶ τὴν εἰωθυῖαν ἀξίωσιν τῶν ὀνομάτων ἐς τὰ ἔργα ἀντήλλαξεν τῇ δικαιώσει «καὶ τὴν [[ἀνέκαθεν]] συνήθη σημασίαν τῶν λέξεων μετέβαλον ἐν τοῖς ἔργοις τῆς στάσεως, ᾗ ἐδόκει αὐτοῖς δίκαιον πρὸς τὸ [[ἴδιον]] [[πάθος]] (Δούκας) Θουκ. 3. 82.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>I. 1</b> estime, considération dont on jouit;<br /><b>2</b> valeur <i>ou</i> signification des mots par rapport aux choses auxquelles ils s’appliquent;<br /><b>3</b> haut rang, dignité;<br /><b>II. 1</b> action de daigner faire qch;<br /><b>2</b> prétention, demande, requête;<br /><b>3</b> action de considérer comme juste ; opinion, principe.<br />'''Étymologie:''' [[ἀξιόω]].
}}
}}