3,277,197
edits
(6_6) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπηλεγέως''': Ἐπίρρ. τοῦ ἐπιθ. ἀπηλεγής, ές, ([[ὅπερ]] ἀπαντᾷ παρὰ Γρηγ. Ναζ.), ἀφροντίστως, ἀποτόμως, σκληρῶς, ἀπαγορευτικῶς, Ὅμ., μόνον ἐν τῇ φράσει, μῦθον [[ἀπηλεγέως]] [[ἀποειπεῖν]] Ἰλ. Ι. 309, Ὀδ. Α. 373· οὕτω, νίσσετ’ [[ἀπηλεγέως]], συντόνως, μὴ περιβλέπων [[τῇδε]] κἀκεῖσε, Ἀπολλ. Ῥόδ. Α. 785: ― Ὡσαύτως, ἀπηλεγές, Νικ. Θ. 495, Ὀππ. Κ. 2. 510. (Πιθανῶς ἐκ τοῦ [[ἀλέγω]] ὡς [[νηλεγής]], [[ἀνηλεγής]]). | |lstext='''ἀπηλεγέως''': Ἐπίρρ. τοῦ ἐπιθ. ἀπηλεγής, ές, ([[ὅπερ]] ἀπαντᾷ παρὰ Γρηγ. Ναζ.), ἀφροντίστως, ἀποτόμως, σκληρῶς, ἀπαγορευτικῶς, Ὅμ., μόνον ἐν τῇ φράσει, μῦθον [[ἀπηλεγέως]] [[ἀποειπεῖν]] Ἰλ. Ι. 309, Ὀδ. Α. 373· οὕτω, νίσσετ’ [[ἀπηλεγέως]], συντόνως, μὴ περιβλέπων [[τῇδε]] κἀκεῖσε, Ἀπολλ. Ῥόδ. Α. 785: ― Ὡσαύτως, ἀπηλεγές, Νικ. Θ. 495, Ὀππ. Κ. 2. 510. (Πιθανῶς ἐκ τοῦ [[ἀλέγω]] ὡς [[νηλεγής]], [[ἀνηλεγής]]). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>adv.</i><br />sans s’inquiéter, ouvertement, franchement.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[ἀλέγω]]. | |||
}} | }} |