3,274,873
edits
(6_9) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἄορ''': ἢ ἆορ, [[ἄορος]], τό, πρβλ. Λοβ. Παράλλ. 204 ([[ἀείρω]]): ― [[κυρίως]], [[ξίφος]] κρεμάμενον ἀπὸ ζώνης ἢ τελαμῶνος (πρβλ. [[ἀορτήρ]]), [[ξίφος]] [[συχν]]. Παρ’ Ὁμήρ., πρέπει δὲ νὰ ἦτο πλατὺ καὶ παχύ, [[ἐπειδὴ]] ὁ Ὀδυσσεὺς ἔσκαψε βόθρον δι’ [[αὐτοῦ]], ἐγὼ δ’ ἄορ ὀξὺ ἐρυσσάμενος παρὰ μηροῦ βόθρον [[ὄρυξ]]’ Ὀδ. Λ. 24· ἀλλ’ ἐν Ὀδ. Κ. 294, παραβαλλόμ. πρὸς 321, [[εἶναι]] συνώνυμον τῷ ξίφει. Ἐν. Ρ. 222 ἔχομεν ἀρσενικὴν αἰτ. πληθ., οὐκ ἄορας, οὐδε λέβητας, εἰς ὃ ἀναφερόμενος ὁ Ἡσύχ. λέγει «ἄορας, [[ξίφη]], ἀρσενικῶς»· ἀλλ’ ὁ Εὐστ. καὶ οἱ Σχολ. ἐν τόπῳ ἀναφέρουσιν ὅτι πολλοὶ ἐκλαμβάνουσι τὸ ἐν λόγῳ ἄορας ὡς = ὄαρας, γυναῖκας διδομένας ὡς βραβεῖα, ἢ = τρίποδας, καθ’ Ἡσύχ. «ἄορες· γυναῖκες λέγονται καὶ τρίποδες». 2) μεταγεν., πᾶν [[ὅπλον]], ἄορι τριγλώχινι τριαίνῃ Καλλ. εἰς Δῆλ. 31· περὶ τοῦ κέρατος τοῦ ῥινοκέρωτος, [[κέρας]] αἰνὸν ἀκαχμένον, ἄγριον ἄορ Ὀππ. Κ. 2. 553. ― Πρβλ. [[ὡσαύτως]] τὰς λέξ. [[ὅπλον]], [[χρυσάωρ]]. [Ὁ Ὅμ. ἔχει ᾰ ἐν δισυλλάβοις πτώσεσιν, ὡς καὶ ὁ Ἡσ. ἐν Ἀσπ. 457: ἐν δὲ τρισυλλάβοις πτώσεσιν ᾱ ἐν ἄρσει, ᾰ ἐν θέσει, π.χ. ἄορι θεινομένων Ἰλ. Κ. 484· ὃν τινα Τυδεΐδης ἄορι πλήξειε παραστὰς αὐτόθ. 489. Ἐν Ἡσ. Ἀσπ. 221 καὶ μεταγεν. ποιηταῖς ᾱ ἐν ἄρσει, ἔτι καὶ ἐν τῷ ἄορ παροξυτόνῳ [[ὅπερ]] [[τότε]] πρέπει νὰ γραφῇ ἆορ. Ἐν Ἡσ. Θ. 283 ὑπάρχει ἄορ ὡς μονοσύλ., ἐκτὸς ἂν ἀναγνώσωμεν [[μετὰ]] τοῦ Göttl. Γένθ’, ὁ δ’ ἄορ χρύσειον]. | |lstext='''ἄορ''': ἢ ἆορ, [[ἄορος]], τό, πρβλ. Λοβ. Παράλλ. 204 ([[ἀείρω]]): ― [[κυρίως]], [[ξίφος]] κρεμάμενον ἀπὸ ζώνης ἢ τελαμῶνος (πρβλ. [[ἀορτήρ]]), [[ξίφος]] [[συχν]]. Παρ’ Ὁμήρ., πρέπει δὲ νὰ ἦτο πλατὺ καὶ παχύ, [[ἐπειδὴ]] ὁ Ὀδυσσεὺς ἔσκαψε βόθρον δι’ [[αὐτοῦ]], ἐγὼ δ’ ἄορ ὀξὺ ἐρυσσάμενος παρὰ μηροῦ βόθρον [[ὄρυξ]]’ Ὀδ. Λ. 24· ἀλλ’ ἐν Ὀδ. Κ. 294, παραβαλλόμ. πρὸς 321, [[εἶναι]] συνώνυμον τῷ ξίφει. Ἐν. Ρ. 222 ἔχομεν ἀρσενικὴν αἰτ. πληθ., οὐκ ἄορας, οὐδε λέβητας, εἰς ὃ ἀναφερόμενος ὁ Ἡσύχ. λέγει «ἄορας, [[ξίφη]], ἀρσενικῶς»· ἀλλ’ ὁ Εὐστ. καὶ οἱ Σχολ. ἐν τόπῳ ἀναφέρουσιν ὅτι πολλοὶ ἐκλαμβάνουσι τὸ ἐν λόγῳ ἄορας ὡς = ὄαρας, γυναῖκας διδομένας ὡς βραβεῖα, ἢ = τρίποδας, καθ’ Ἡσύχ. «ἄορες· γυναῖκες λέγονται καὶ τρίποδες». 2) μεταγεν., πᾶν [[ὅπλον]], ἄορι τριγλώχινι τριαίνῃ Καλλ. εἰς Δῆλ. 31· περὶ τοῦ κέρατος τοῦ ῥινοκέρωτος, [[κέρας]] αἰνὸν ἀκαχμένον, ἄγριον ἄορ Ὀππ. Κ. 2. 553. ― Πρβλ. [[ὡσαύτως]] τὰς λέξ. [[ὅπλον]], [[χρυσάωρ]]. [Ὁ Ὅμ. ἔχει ᾰ ἐν δισυλλάβοις πτώσεσιν, ὡς καὶ ὁ Ἡσ. ἐν Ἀσπ. 457: ἐν δὲ τρισυλλάβοις πτώσεσιν ᾱ ἐν ἄρσει, ᾰ ἐν θέσει, π.χ. ἄορι θεινομένων Ἰλ. Κ. 484· ὃν τινα Τυδεΐδης ἄορι πλήξειε παραστὰς αὐτόθ. 489. Ἐν Ἡσ. Ἀσπ. 221 καὶ μεταγεν. ποιηταῖς ᾱ ἐν ἄρσει, ἔτι καὶ ἐν τῷ ἄορ παροξυτόνῳ [[ὅπερ]] [[τότε]] πρέπει νὰ γραφῇ ἆορ. Ἐν Ἡσ. Θ. 283 ὑπάρχει ἄορ ὡς μονοσύλ., ἐκτὸς ἂν ἀναγνώσωμεν [[μετὰ]] τοῦ Göttl. Γένθ’, ὁ δ’ ἄορ χρύσειον]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>c.</i> [[ἆορ]]. | |||
}} | }} |