Anonymous

ἀπάλαμνος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_18)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπάλαμνος''': -ον, ποιητ. ἀντὶ [[ἀπάλαμος]] (πρβλ. [[παλαμναῖος]] ἐκ τοῦ [[παλάμη]], [[νώνυμνος]] ἐκ τοῦ [[νώνυμος]]): ‒ [[κυρίως]] [[ἄνευ]] χειρῶν, ὅ ἐ. [[ἀνίκανος]], πρὸς οὐδὲν [[χρήσιμος]], [[ἄχρηστος]], «μηδὲν μηχανᾶσθαι δυνάμενος» (Σχόλ.)· ὥς δ᾿ ὅτ᾿ ἀνὴρ [[ἀπάλαμνος]] κτλ. Ἰλ. Ε. 597, πρβλ. Σιμων. 8. 11: ‒ Ἐπίρρ. -νως Α. Β. 418. ‒ Ὁ Θεόδ. Πρόδρ. ἔχει ὑπερθ. -έστατος, ὡς εἰ ἐκ τύπου ἀπαλαμνής. 2) ἐν λυρ. καὶ ἐλεγ. ποιηταῖς, [[ἀμήχανος]], [[θρασύς]], [[παράβολος]], [[ἀνόσιος]], [[ὑβριστικός]], ἐπὶ προσώπων, Πινδ. Ο. 2. 105· ἐπὶ πράξεων, ἔρδειν ἔργ᾿ ἀπ. Σόλων 14· ἀπάλαμνα μυθεῖσθαι Θέογν. 481· ἀνελέσθαι ὁ αὐτ. 281· [[οὕτως]], ἀπ. τι πάσχειν Εὐρ. Κύκλ. 598.
|lstext='''ἀπάλαμνος''': -ον, ποιητ. ἀντὶ [[ἀπάλαμος]] (πρβλ. [[παλαμναῖος]] ἐκ τοῦ [[παλάμη]], [[νώνυμνος]] ἐκ τοῦ [[νώνυμος]]): ‒ [[κυρίως]] [[ἄνευ]] χειρῶν, ὅ ἐ. [[ἀνίκανος]], πρὸς οὐδὲν [[χρήσιμος]], [[ἄχρηστος]], «μηδὲν μηχανᾶσθαι δυνάμενος» (Σχόλ.)· ὥς δ᾿ ὅτ᾿ ἀνὴρ [[ἀπάλαμνος]] κτλ. Ἰλ. Ε. 597, πρβλ. Σιμων. 8. 11: ‒ Ἐπίρρ. -νως Α. Β. 418. ‒ Ὁ Θεόδ. Πρόδρ. ἔχει ὑπερθ. -έστατος, ὡς εἰ ἐκ τύπου ἀπαλαμνής. 2) ἐν λυρ. καὶ ἐλεγ. ποιηταῖς, [[ἀμήχανος]], [[θρασύς]], [[παράβολος]], [[ἀνόσιος]], [[ὑβριστικός]], ἐπὶ προσώπων, Πινδ. Ο. 2. 105· ἐπὶ πράξεων, ἔρδειν ἔργ᾿ ἀπ. Σόλων 14· ἀπάλαμνα μυθεῖσθαι Θέογν. 481· ἀνελέσθαι ὁ αὐτ. 281· [[οὕτως]], ἀπ. τι πάσχειν Εὐρ. Κύκλ. 598.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> impuissant, faible <i>litt.</i> sans mains pour se défendre;<br /><b>2</b> que l’on ne peut secourir ; mauvais, pervers <i>en parl. de <i>pers.</i> ; en parl. de ch.</i> blâmable, déplorable.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[παλάμη]].
}}
}}