Anonymous

ἀπήνη: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_9)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπήνη''': ἡ, [[τετράτροχος]] [[ἅμαξα]] συρομένη ὑπὸ ἡμιόνων, ἡμίονοι ἕλκον τετράκυκλον ἀπήνην Ἰλ. Ω. 324· πρβλ. Ὀδ. Ζ. 57, πρὸς τοὺς στίχ. 68. 72, 73, 82· ἡ [[λέξις]] [[ἀπήνη]] [[εἶναι]] ἐν πλείστοις ὀμοία καὶ σχεδὸν [[ὁμώνυμος]] τῇ ἁμάξῃ, πρβλ. Ἰλ. Ω. 266 πρὸς τὸ 324, καὶ Ὀδ. Ζ. 72 πρὸς τὸ 73: ὅτε ἐχρησίμευε δι’ ἁρματηλασίας, ὡς ἐν Πινδ. Ο. 5, 6 (πρβλ. Ἀριστ. Ἀποσπ. 527), καὶ [[τότε]] ἀκόμη ἀσύρετο ὑπὸ ἡμιόνων· ἡμιόνοις ξεστᾷ τ’ ἀπήνᾳ Π. 4. 94 (166)· ἦν γὰρ δὴ [[ἀπήνη]]… ἡμιόνους ἀνθ’ ἵππων ἔχουσα Παυσ. 5. 9. 2. 2) [[μετέπειτα]] ἐσήμαινε πᾶν [[εἶδος]] ἁμάξης ἢ ἅρματος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 906, Σοφ. Ο. Τ. 753· ἀπ. πωλικὴ [[αὐτόθι]] 803: πολεμικὸν ἅρμα, Στράβ. 200· πρβλ. [[καπάνη]]. ΙΙΙ. μεταφ., ἐπὶ παντὸς μέσου μεταφορᾶς, ναΐα ἀπ., [[πλοῖον]], Εὑρ. Μήδ. 1123· πλωταῖς ἀπήνῃσι Ποιητὴς παρὰ Διον. Ἁλ. περὶ Συνθέσ. 17· τετραβάμονος ὡς ὑπ’ ἀπήνας, περὶ τοῦ δουρείου ἵππου, ὡς κινουμένου διὰ τροχῶν, Εὐρ. Τρῳ. 517. 4) μεταφ. [[ὡσαύτως]], ὡς τὸ [[ζεῦγος]], π.χ. ἐπὶ ἀδελφῶν, ὁ αὐτ. Φοίν. 329· ([[ἐτυμολογία]] [[ἄγνωστος]]).
|lstext='''ἀπήνη''': ἡ, [[τετράτροχος]] [[ἅμαξα]] συρομένη ὑπὸ ἡμιόνων, ἡμίονοι ἕλκον τετράκυκλον ἀπήνην Ἰλ. Ω. 324· πρβλ. Ὀδ. Ζ. 57, πρὸς τοὺς στίχ. 68. 72, 73, 82· ἡ [[λέξις]] [[ἀπήνη]] [[εἶναι]] ἐν πλείστοις ὀμοία καὶ σχεδὸν [[ὁμώνυμος]] τῇ ἁμάξῃ, πρβλ. Ἰλ. Ω. 266 πρὸς τὸ 324, καὶ Ὀδ. Ζ. 72 πρὸς τὸ 73: ὅτε ἐχρησίμευε δι’ ἁρματηλασίας, ὡς ἐν Πινδ. Ο. 5, 6 (πρβλ. Ἀριστ. Ἀποσπ. 527), καὶ [[τότε]] ἀκόμη ἀσύρετο ὑπὸ ἡμιόνων· ἡμιόνοις ξεστᾷ τ’ ἀπήνᾳ Π. 4. 94 (166)· ἦν γὰρ δὴ [[ἀπήνη]]… ἡμιόνους ἀνθ’ ἵππων ἔχουσα Παυσ. 5. 9. 2. 2) [[μετέπειτα]] ἐσήμαινε πᾶν [[εἶδος]] ἁμάξης ἢ ἅρματος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 906, Σοφ. Ο. Τ. 753· ἀπ. πωλικὴ [[αὐτόθι]] 803: πολεμικὸν ἅρμα, Στράβ. 200· πρβλ. [[καπάνη]]. ΙΙΙ. μεταφ., ἐπὶ παντὸς μέσου μεταφορᾶς, ναΐα ἀπ., [[πλοῖον]], Εὑρ. Μήδ. 1123· πλωταῖς ἀπήνῃσι Ποιητὴς παρὰ Διον. Ἁλ. περὶ Συνθέσ. 17· τετραβάμονος ὡς ὑπ’ ἀπήνας, περὶ τοῦ δουρείου ἵππου, ὡς κινουμένου διὰ τροχῶν, Εὐρ. Τρῳ. 517. 4) μεταφ. [[ὡσαύτως]], ὡς τὸ [[ζεῦγος]], π.χ. ἐπὶ ἀδελφῶν, ὁ αὐτ. Φοίν. 329· ([[ἐτυμολογία]] [[ἄγνωστος]]).
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />chariot, voiture à quatre roues attelées de mules, <i>qqf</i> de bœufs ; <i>postér.</i> char ; ναΐα [[ἀπήνη]] EUR char nautique, bateau.<br />'''Étymologie:''' DELG terme techn., sans étym.
}}
}}