3,258,320
edits
(6_2) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἄπαγε''': [[κυρίως]] προστ. τοῦ [[ἀπάγω]], ἀλλὰ συνήθως λαμβάνεται ἐπιρρηματικῶς ὑπονοουμένου τοῦ σεαυτόν, [[ὅπερ]] καὶ τίθεται [[ἐνίοτε]], [[ἄπαγε]] σεαυτὸν ἐκποδῶν, «ξεκουμπίσου ἀπ’ ἐδῶ», Ἀριστοφ. Βάτρ. 853, ἄπαγ’ ἐς μακαρίαν [[ἐκποδών]], «πήγαινε ’ς τἀνάθεμα», «κρεμνίσου ἀπ’ ἐδῶ», ἄπαγ’ ἀπό τῆς ὀσφύος, [[μακράν]], [[κάτω]] τὰ χέρια ὁ αὐτ. Εἰρ. 1053· ἀπολ., Λουκ. Προμ. 7. Ἔρωτ. 38. κτλ.· σπανίως [[μετὰ]] μετοχῆς, [[ἄπαγε]] τὰ [[πάρος]] εὐτυχήματ’ αὐδῶν Εὐρ. Φοίν. 1733· ἢ μετά γεν. ἄπ. τοῦ νόμου Συνέσ. 161Β. Τὸ πληθ. [[ὡσαύτως]] ἀπαντᾶ παρὰ Δίωνι Κ. 38, 46. ― Καθ’ Ἡσύχ. «[[ἄπαγε]]· παῦσαι, ἀναχώρει». | |lstext='''ἄπαγε''': [[κυρίως]] προστ. τοῦ [[ἀπάγω]], ἀλλὰ συνήθως λαμβάνεται ἐπιρρηματικῶς ὑπονοουμένου τοῦ σεαυτόν, [[ὅπερ]] καὶ τίθεται [[ἐνίοτε]], [[ἄπαγε]] σεαυτὸν ἐκποδῶν, «ξεκουμπίσου ἀπ’ ἐδῶ», Ἀριστοφ. Βάτρ. 853, ἄπαγ’ ἐς μακαρίαν [[ἐκποδών]], «πήγαινε ’ς τἀνάθεμα», «κρεμνίσου ἀπ’ ἐδῶ», ἄπαγ’ ἀπό τῆς ὀσφύος, [[μακράν]], [[κάτω]] τὰ χέρια ὁ αὐτ. Εἰρ. 1053· ἀπολ., Λουκ. Προμ. 7. Ἔρωτ. 38. κτλ.· σπανίως [[μετὰ]] μετοχῆς, [[ἄπαγε]] τὰ [[πάρος]] εὐτυχήματ’ αὐδῶν Εὐρ. Φοίν. 1733· ἢ μετά γεν. ἄπ. τοῦ νόμου Συνέσ. 161Β. Τὸ πληθ. [[ὡσαύτως]] ἀπαντᾶ παρὰ Δίωνι Κ. 38, 46. ― Καθ’ Ἡσύχ. «[[ἄπαγε]]· παῦσαι, ἀναχώρει». | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=va-t’en ! ; avec part. cesse de… !.<br />'''Étymologie:''' impér. de [[ἀπάγω]]. | |||
}} | }} |