Anonymous

ἀπάτωρ: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_19)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπάτωρ''': -ορος, ὁ, ἡ, (πατὴρ) ὁ [[ἄνευ]] πατρός, ἐπὶ θεοτήτων, ἀυτοπάτωρ, [[ἀπάτωρ]] Ὀρφ. Ὕμν. 9.10· [[ἀπάτωρ]], [[ἀμήτωρ]], Νόνν. Δ. 41. 53, πρβλ. Ἐπιστ. πρὸς Ἑβρ. ζ΄, 3: ὀρφανὸς πατρός, ἀοίκους ἀπάτοράς τε Σοφ. Τρ. 300· [[ἀμήτωρ]] [[ἀπάτωρ]] τε Εὐρ. Ἴων. 110· [[ἀπάτωρ]] [[πότμος]] ὁ αὐτ. Ι. Τ. 864: [[ὡσαύτως]] κατ’ οὐδ. πληθ., ἀπάτορα τέκεα ὁ αὐτ. Ἡρ. Μαιν. 114: μὴ ἀναγνωριζόμενος ὑπὸ τοῦ πατρός, ἀποβεβλημένος, ἀποκεκηρυγμένος, Πλάτ. Νόμ. 928Ε: ― [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] γεν., [[ἀπάτωρ]] ἑμοῦ, μὴ ἔχων ἐμὲ ὡς πατέρα, Σοφ. Ο. Κ. 1383. 2) ὁ ἐξ ἀγνώστου πατρός, ὡς τὸ [[σκότιος]], Λατ. spurius, Πλούτ. 2.288D.
|lstext='''ἀπάτωρ''': -ορος, ὁ, ἡ, (πατὴρ) ὁ [[ἄνευ]] πατρός, ἐπὶ θεοτήτων, ἀυτοπάτωρ, [[ἀπάτωρ]] Ὀρφ. Ὕμν. 9.10· [[ἀπάτωρ]], [[ἀμήτωρ]], Νόνν. Δ. 41. 53, πρβλ. Ἐπιστ. πρὸς Ἑβρ. ζ΄, 3: ὀρφανὸς πατρός, ἀοίκους ἀπάτοράς τε Σοφ. Τρ. 300· [[ἀμήτωρ]] [[ἀπάτωρ]] τε Εὐρ. Ἴων. 110· [[ἀπάτωρ]] [[πότμος]] ὁ αὐτ. Ι. Τ. 864: [[ὡσαύτως]] κατ’ οὐδ. πληθ., ἀπάτορα τέκεα ὁ αὐτ. Ἡρ. Μαιν. 114: μὴ ἀναγνωριζόμενος ὑπὸ τοῦ πατρός, ἀποβεβλημένος, ἀποκεκηρυγμένος, Πλάτ. Νόμ. 928Ε: ― [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] γεν., [[ἀπάτωρ]] ἑμοῦ, μὴ ἔχων ἐμὲ ὡς πατέρα, Σοφ. Ο. Κ. 1383. 2) ὁ ἐξ ἀγνώστου πατρός, ὡς τὸ [[σκότιος]], Λατ. spurius, Πλούτ. 2.288D.
}}
{{bailly
|btext=ορος (ὁ, ἡ)<br /><b>I.</b> sans père;<br /><b>1</b> qui n’a plus de père ; [[ἀπάτωρ]] [[ἐμοῦ]] SOPH toi qui ne m’as plus pour père, renié par moi ton père;<br /><b>2</b> né d’un père inconnu;<br /><b>II.</b> non paternel, indigne d’un père (traitement, dureté, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' ἀ, πάτηρ.
}}
}}