Anonymous

ἀπαλθαίνομαι: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_13b)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπαλθαίνομαι''': μέλλ. -ήσομαι: ἀποθ.: ‒ ἰῶμαι, [[θεραπεύω]] ἐντελῶς, ἕλκε᾿ ἀπαλθήσεσθον (-εσθαι, Ἀρίσταρχ.) Ἰλ. Θ. 419· παρατ. παρὰ Κοΐντ. Σμ. 4. 404.
|lstext='''ἀπαλθαίνομαι''': μέλλ. -ήσομαι: ἀποθ.: ‒ ἰῶμαι, [[θεραπεύω]] ἐντελῶς, ἕλκε᾿ ἀπαλθήσεσθον (-εσθαι, Ἀρίσταρχ.) Ἰλ. Θ. 419· παρατ. παρὰ Κοΐντ. Σμ. 4. 404.
}}
{{bailly
|btext=<i>c.</i> [[ἀπάλθομαι]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[ἀλθαίνω]].
}}
}}