3,277,055
edits
(6_6) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἁπλῶς''': ἐπίρρ. τοῦ [[ἁπλοῦς]] Λατ. simpliciter, κατὰ ἕνα μόνον τρόπον, Πλάτ. Πολ. 381C, κτλ.· [[ἁπλῶς]] λέγεσθαι, κατὰ μίαν ἔννοιαν ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[πολλαχῶς]], πλεοναχῶς, Ἀριστ. Τοπ. 8. 3, 2· ἐσθλοὶ μὲν γάρ [[ἁπλῶς]], παντοδαπῶς δὲ κακοί Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2. 6, 14, κτλ. ΙΙ. [[ἁπλῶς]], ἀφελῶς, [[ἄνευ]] περιστροφῶν, φανερῶς, «καθαρά», ἀλλ’ [[ἁπλῶς]] φράσον Αἰσχύλ. Ἱκ. 464· [[ἁπλῶς]] τι φράζουσ’ (πρβλ. ἁπλωστὶ) ὁ αὐτ. Χο. 121· [[ἁπλῶς]] εἰπεῖν Ἰσοκρ. 72Ε· λαλεῖν Ἀναξίλας ἐν «Νεοττίδι» 1. 23· [[ἁπλῶς]] καὶ ἀσκέπτως λέγειν Ἀριστ. περὶ Ζ. Γεν. 3. 6, 2. β) φανερῶς, ἐλευθέρως, [[μετὰ]] παρρησίας, Ἰσοκρ. 37D, Ξεν. Ἑλλ. 4. 1. 37· καλῇ τῇ πίστει, Δημ. 328. 3, κτλ.: - ἐπὶ κακῆς σημασίας, [[ἁπλῶς]] ἔχειν, ἠλίθιον [[εἶναι]], Ἰσοκρ. 44Α· πρβλ. [[ἁπλόος]] ΙΙ. γ. 2) [[ἁπλῶς]], ἀπολύτως [[ἄνευ]] ἐξαιρέσεως, [[ἁπλῶς]] ἀδύνατον Θουκ. 3. 45· τῶν νεῶν κατέδυ οὐδεμία [[ἁπλῶς]], ἀπολύτως οὐδεμία, ὁ αὐτ. 7. 34· [[ἁπλῶς]] [[οὐδέ]] ἕν…, [[συνίημι]] Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 40 β· ὅσ’ ἐστὶν ἀγαθὰ Βοιωτοῖς [[ἁπλῶς]], πάντα ἀνεξαιρέτως τὰ ἀγαθὰ ὅσα ἔχουσιν οἱ Βοιωτοί, Ἀριστοφ. Ἀχ. 873· ἔδωκ’ ἐμαυτὸν ὑμῖν [[ἁπλῶς]] Δημ. 288. 12. [[ἁπλῶς]] ἠτίμωται Δημ. 547 (πρβλ. [[καθάπαξ]])· [[ἁπλῶς]], ἀπολύτως, ἀντιθέτως πρὸς τὸ κατὰ τι (σχετικῶς), Ἀριστ. Τοπ. 2. 11, 4, [[προσέτι]], [[ἁπλῶς]] [[βαρύ]], κοῦφον, μαλακόν, κτλ., ὁ αὐτ. Οὐρ. 1. 4, 1, Μετεωρ. 4. 9, 20 κ. ἀλλ.· τὸ [[ἁπλῶς]] καλόν, τὸ ἁπ. άγαθόν, κτλ., ὁ αὐτ. Ἠθ. Ν. 5. 9, 9, κ. ἀλλ.· κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ [[ὁτιοῦν]] (κατὰ τι ἱδιαιτέρως), ὁ αὐτ. Πολιτικ. 5. 1, 3· [[ὡσαύτως]] ἐπιτεταμένον, [[ἁπλῶς]] οὔτως Πλάτ. Γοργ. 468Β· τὴν [[ἁπλῶς]] δίκην, ἀπόλυτον, αὐστηρὰν δικαιοσύνην, ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ τοὐπιεικές καὶ τὸ [[χάρις]], Σοφ. Ἀποσπ. 709· ἡ τελεία καὶ [[ἁπλῶς]] [[κακία]] Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5. 11, 7: - συγκρ. ἁπλούστερον Ἰσαῖος 46. 32· -τέρως Στράβ. 255· ὑπερθ. ἁπλούστατα Πλάτ. Νόμ. 921Β. 3) ἐν συνόλῳ, συνελόντι εἰπεῖν, Λατ. denigne, Εὐρ. Ρῆσ. 851, Ξεν. Κύρ. 1. 6, 33, Ἀπομν. 1. 3, 2, κτλ. 4) ἐν γένει, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ σαφῶς, ἀκριβῶς, [[ὡρισμένως]], Ἀριστ. Πολιτικ. 8. 7, 3, κ. ἀλλ. ὡς [[ἁπλῶς]] εἰπεῖν [[αὐτόθι]] 3. 14, 8, Ἠθ. Ν. 3. 6, 2 κ. ἀλλ.: - ἐπὶ κακῆς σημασ. ἐπιπολαίως, χαλαρῶς, Ἰσοκρ. 43Β, Ἀριστ. Μεταφ. 1. 5, 16, κ. ἀλλ.· οὐχ ἁπλ. φέρειν, οὐχὶ ἐλαφρῶς, Εὐρ. Ι. Α. 899· [[ἁπλῶς]] καὶ ὡς ἔτυχε Μάξιμ. παρ’ Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Πρ. 342D. | |lstext='''ἁπλῶς''': ἐπίρρ. τοῦ [[ἁπλοῦς]] Λατ. simpliciter, κατὰ ἕνα μόνον τρόπον, Πλάτ. Πολ. 381C, κτλ.· [[ἁπλῶς]] λέγεσθαι, κατὰ μίαν ἔννοιαν ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[πολλαχῶς]], πλεοναχῶς, Ἀριστ. Τοπ. 8. 3, 2· ἐσθλοὶ μὲν γάρ [[ἁπλῶς]], παντοδαπῶς δὲ κακοί Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2. 6, 14, κτλ. ΙΙ. [[ἁπλῶς]], ἀφελῶς, [[ἄνευ]] περιστροφῶν, φανερῶς, «καθαρά», ἀλλ’ [[ἁπλῶς]] φράσον Αἰσχύλ. Ἱκ. 464· [[ἁπλῶς]] τι φράζουσ’ (πρβλ. ἁπλωστὶ) ὁ αὐτ. Χο. 121· [[ἁπλῶς]] εἰπεῖν Ἰσοκρ. 72Ε· λαλεῖν Ἀναξίλας ἐν «Νεοττίδι» 1. 23· [[ἁπλῶς]] καὶ ἀσκέπτως λέγειν Ἀριστ. περὶ Ζ. Γεν. 3. 6, 2. β) φανερῶς, ἐλευθέρως, [[μετὰ]] παρρησίας, Ἰσοκρ. 37D, Ξεν. Ἑλλ. 4. 1. 37· καλῇ τῇ πίστει, Δημ. 328. 3, κτλ.: - ἐπὶ κακῆς σημασίας, [[ἁπλῶς]] ἔχειν, ἠλίθιον [[εἶναι]], Ἰσοκρ. 44Α· πρβλ. [[ἁπλόος]] ΙΙ. γ. 2) [[ἁπλῶς]], ἀπολύτως [[ἄνευ]] ἐξαιρέσεως, [[ἁπλῶς]] ἀδύνατον Θουκ. 3. 45· τῶν νεῶν κατέδυ οὐδεμία [[ἁπλῶς]], ἀπολύτως οὐδεμία, ὁ αὐτ. 7. 34· [[ἁπλῶς]] [[οὐδέ]] ἕν…, [[συνίημι]] Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 40 β· ὅσ’ ἐστὶν ἀγαθὰ Βοιωτοῖς [[ἁπλῶς]], πάντα ἀνεξαιρέτως τὰ ἀγαθὰ ὅσα ἔχουσιν οἱ Βοιωτοί, Ἀριστοφ. Ἀχ. 873· ἔδωκ’ ἐμαυτὸν ὑμῖν [[ἁπλῶς]] Δημ. 288. 12. [[ἁπλῶς]] ἠτίμωται Δημ. 547 (πρβλ. [[καθάπαξ]])· [[ἁπλῶς]], ἀπολύτως, ἀντιθέτως πρὸς τὸ κατὰ τι (σχετικῶς), Ἀριστ. Τοπ. 2. 11, 4, [[προσέτι]], [[ἁπλῶς]] [[βαρύ]], κοῦφον, μαλακόν, κτλ., ὁ αὐτ. Οὐρ. 1. 4, 1, Μετεωρ. 4. 9, 20 κ. ἀλλ.· τὸ [[ἁπλῶς]] καλόν, τὸ ἁπ. άγαθόν, κτλ., ὁ αὐτ. Ἠθ. Ν. 5. 9, 9, κ. ἀλλ.· κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ [[ὁτιοῦν]] (κατὰ τι ἱδιαιτέρως), ὁ αὐτ. Πολιτικ. 5. 1, 3· [[ὡσαύτως]] ἐπιτεταμένον, [[ἁπλῶς]] οὔτως Πλάτ. Γοργ. 468Β· τὴν [[ἁπλῶς]] δίκην, ἀπόλυτον, αὐστηρὰν δικαιοσύνην, ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ τοὐπιεικές καὶ τὸ [[χάρις]], Σοφ. Ἀποσπ. 709· ἡ τελεία καὶ [[ἁπλῶς]] [[κακία]] Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5. 11, 7: - συγκρ. ἁπλούστερον Ἰσαῖος 46. 32· -τέρως Στράβ. 255· ὑπερθ. ἁπλούστατα Πλάτ. Νόμ. 921Β. 3) ἐν συνόλῳ, συνελόντι εἰπεῖν, Λατ. denigne, Εὐρ. Ρῆσ. 851, Ξεν. Κύρ. 1. 6, 33, Ἀπομν. 1. 3, 2, κτλ. 4) ἐν γένει, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ σαφῶς, ἀκριβῶς, [[ὡρισμένως]], Ἀριστ. Πολιτικ. 8. 7, 3, κ. ἀλλ. ὡς [[ἁπλῶς]] εἰπεῖν [[αὐτόθι]] 3. 14, 8, Ἠθ. Ν. 3. 6, 2 κ. ἀλλ.: - ἐπὶ κακῆς σημασ. ἐπιπολαίως, χαλαρῶς, Ἰσοκρ. 43Β, Ἀριστ. Μεταφ. 1. 5, 16, κ. ἀλλ.· οὐχ ἁπλ. φέρειν, οὐχὶ ἐλαφρῶς, Εὐρ. Ι. Α. 899· [[ἁπλῶς]] καὶ ὡς ἔτυχε Μάξιμ. παρ’ Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Πρ. 342D. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>adv.</i><br /><b>I.</b> simplement;<br /><b>II.</b> <i>fig.</i> <b>1</b> tout uniment, tout bonnement;<br /><b>2</b> sans détours, franchement ; <i>en mauv. part</i> naïvement;<br /><b>3</b> en un mot : [[ὡς]] [[ἁπλῶς]] [[εἰπεῖν]] ISOCR pour tout dire en un mot;<br /><b>4</b> sans recherche, sans art ; <i>en mauv. part</i> superficiellement;<br /><i>Cp.</i> ἁπλουστέρως <i>ou</i> [[ἁπλούστερον]], <i>Sp.</i> [[ἁπλούστατα]].<br />'''Étymologie:''' [[ἁπλόος]]. | |||
}} | }} |